Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὀρθόκρανος

From LSJ

Λυπεῖ με δοῦλος δεσπότου μεῖζον φρονῶν → Servus molestu'st supra herum sese efferens → Ein Ärgernis: ein Sklave stolzer als sein Herr

Menander, Monostichoi, 323
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρθόκρᾱνος Medium diacritics: ὀρθόκρανος Low diacritics: ορθόκρανος Capitals: ΟΡΘΟΚΡΑΝΟΣ
Transliteration A: orthókranos Transliteration B: orthokranos Transliteration C: orthokranos Beta Code: o)rqo/kranos

English (LSJ)

ὀρθόκρανον, having a high head, τύμβος ὀρθόκρανος = a high funeral mound, S.Ant.1203.

German (Pape)

[Seite 374] mit grade emporragendem Haupte, τύμβος, ein erhöhter Grabhügel, Soph. Ant. 1188, der Schol. erkl. einfach ὑψηλός.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui dresse son sommet.
Étymologie: ὀρθός, κράνον.

Russian (Dvoretsky)

ὀρθόκρᾱνος: с высокой вершиной, высокий (τύμβος Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀρθόκρᾱνος: -ον, ὁ ἔχων ὑψωμένην τὴν κεφαλήν, τύμβος ὀρθ., ὑψηλὸς τάφος, Σοφ. Ἀντ. 1203.

Greek Monolingual

ὀρθόκρανος, -ον (Α)
αυτός που έχει υψωμένη την κορυφή, ψηλόςτύμβος ὀρθόκρανος», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + -κρανος (< κρᾶνον [πρβλ. κρανίον), πρβλ. πολύκρανος].

Greek Monotonic

ὀρθόκρᾱνος: -ον, αυτός που κρατάει υψωμένο το κεφάλι του, υπερήφανος, σε Σοφ.

Middle Liddell

ὀρθό-κρᾱνος, ον,
having a high head, lofty, Soph.