οὐρανογνώμων: Difference between revisions

From LSJ

Ῥᾳθυμίας περίφευγε (γὰρ φεῦγε) καὶ κακοὺς φίλους → Malos amicos et levitatem omnem fuge → Die schlechten Freunde meide und Vergnügungssucht

Menander, Monostichoi, 467
(30)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[οὐρανογνώμων]], -ον (Α)<br />αυτός που γνωρίζει πολύ καλά τα σχετικά με τον ουρανό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ουρανο</i> <span style="color: red;">+</span> [[γνώμων]] (<span style="color: red;"><</span> [[γνώμη]] <span style="color: red;"><</span> [[γιγνώσκω]]), <b>πρβλ.</b> <i>υδρο</i>-[[γνώμων]].
|mltxt=[[οὐρανογνώμων]], -ον (Α)<br />αυτός που γνωρίζει πολύ καλά τα σχετικά με τον ουρανό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ουρανο</i> <span style="color: red;">+</span> [[γνώμων]] (<span style="color: red;"><</span> [[γνώμη]] <span style="color: red;"><</span> [[γιγνώσκω]]), <b>πρβλ.</b> <i>υδρο</i>-[[γνώμων]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''οὐρᾰνογνώμων:''' -ον, ειδικευμένος στη [[γνώση]] του ουρανού, σε Λουκ.
}}
}}

Revision as of 00:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οὐρᾰνογνώμων Medium diacritics: οὐρανογνώμων Low diacritics: ουρανογνώμων Capitals: ΟΥΡΑΝΟΓΝΩΜΩΝ
Transliteration A: ouranognṓmōn Transliteration B: ouranognōmōn Transliteration C: ouranognomon Beta Code: ou)ranognw/mwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος,

   A skilled in the heavens, Luc.Icar.5, Eust.1337.18.

German (Pape)

[Seite 417] ον, himmelskundig, Luc. Icarom. 5.

Greek (Liddell-Scott)

οὐρᾰνογνώμων: -ον, ἔμπειρος περὶ τὴν γνῶσιν τοῦ οὐρανοῦ, Λουκ. Ἰκαρομ. 5.

French (Bailly abrégé)

ώμονος (ὁ, ἡ)
qui connaît le ciel, astronome.
Étymologie: οὐρανός, γιγνώσκω.

Greek Monolingual

οὐρανογνώμων, -ον (Α)
αυτός που γνωρίζει πολύ καλά τα σχετικά με τον ουρανό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανο + γνώμων (< γνώμη < γιγνώσκω), πρβλ. υδρο-γνώμων.

Greek Monotonic

οὐρᾰνογνώμων: -ον, ειδικευμένος στη γνώση του ουρανού, σε Λουκ.