πάγχαλκος: Difference between revisions
οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain
(30) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[πάγχαλκος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] κατασκευασμένος εξ ολοκλήρου από χαλκό, [[ολόχαλκος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «πάγχαλκα [[τέλη]]» — [[χαρακτηρισμός]] όπλων που επρόκειτο να αφιερωθούν στον Δία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[χαλκός]]. | |mltxt=[[πάγχαλκος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] κατασκευασμένος εξ ολοκλήρου από χαλκό, [[ολόχαλκος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «πάγχαλκα [[τέλη]]» — [[χαρακτηρισμός]] όπλων που επρόκειτο να αφιερωθούν στον Δία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[χαλκός]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πάγχαλκος:''' -ον, = το προηγ., σε Ομήρ. Οδ., Τραγ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:00, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A = παγχάλκεος, κυνέη Od.18.378; ἀσπίς A.Th.591; γένυες S.El. 195 (lyr.); π. τέλη, of arms to be dedicated to Zeus, Id.Ant.143 (anap.); αἰχμή, ὅπλα, E.Heracl.276, Or.444.
German (Pape)
[Seite 436] = Vorigem; ἀσπίς, Aesch. Spt. 573; γένυς, Soph. El. 195; ὅπλα, Eur. Or. 444; einzeln bei Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πάγχαλκος: -ον, = τῷ παγχάλκεος, κυνέη Ὀδ. Σ. 878· ἀσπὶς Αἰσχύλ. Θήβ. 591· γένυες Σοφ. Ἠλ. 196· π. τέλη, δηλ. ὅπλα μέλλοντα νὰ ἀφιερωθῶσιν εἰς τὸν Δία, ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 143· αἰχμή, ὅπλα Εὐρ. Ἡράκλ. 277, Ὀρ. 444.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
tout en airain.
Étymologie: πᾶς, χαλκός.
Greek Monolingual
πάγχαλκος, -ον (Α)
1. αυτός που είναι κατασκευασμένος εξ ολοκλήρου από χαλκό, ολόχαλκος
2. φρ. «πάγχαλκα τέλη» — χαρακτηρισμός όπλων που επρόκειτο να αφιερωθούν στον Δία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + χαλκός.
Greek Monotonic
πάγχαλκος: -ον, = το προηγ., σε Ομήρ. Οδ., Τραγ.