παιδεραστικός: Difference between revisions
From LSJ
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → For extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable.
(30) |
(nl) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ὁ (Α [[παιδεραστικός]], -ή, -όν) [[παιδεραστής]]<br />ο [[σχετικός]] με την [[παιδεραστία]]. | |mltxt=-ή, -ὁ (Α [[παιδεραστικός]], -ή, -όν) [[παιδεραστής]]<br />ο [[σχετικός]] με την [[παιδεραστία]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=παιδεραστικός -ή -όν [παιδεραστία] pederastisch; subst. τὰ παιδεραστικά pederastie. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:20, 31 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A of or for παιδεραστία, Luc.Dom.4.
German (Pape)
[Seite 439] ή, όν, die Knabenliebe betreffend, τὰ παιδεραστικὰ συνεισόμεναι, Luc. de dom. 4.
Greek (Liddell-Scott)
παιδεραστικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς παιδεραστίαν, Λουκ. Οἶκος 4.
Greek Monolingual
-ή, -ὁ (Α παιδεραστικός, -ή, -όν) παιδεραστής
ο σχετικός με την παιδεραστία.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παιδεραστικός -ή -όν [παιδεραστία] pederastisch; subst. τὰ παιδεραστικά pederastie.