παιδονομία: Difference between revisions

From LSJ

ὁ μὴ πεπλευκὼς οὐδὲν ἑόρακεν κακόν → anyone who hasn't sailed has never seen trouble

Source
(30)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[παιδονομία]]) [[παιδονόμος]]<br /><b>1.</b> η [[ανατροφή]], η [[εκπαίδευση]] τών παιδιών<br /><b>2.</b> το [[επάγγελμα]], το [[έργο]] του παιδονόμου.
|mltxt=η (Α [[παιδονομία]]) [[παιδονόμος]]<br /><b>1.</b> η [[ανατροφή]], η [[εκπαίδευση]] τών παιδιών<br /><b>2.</b> το [[επάγγελμα]], το [[έργο]] του παιδονόμου.
}}
{{lsm
|lsmtext='''παιδονομία:''' ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[εκπαίδευση]] παιδιών, σε Αριστ.<br /><b class="num">II.</b> το [[αξίωμα]] του <i>παιδονόμου</i>, στον ίδ.
}}
}}

Revision as of 00:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παιδονομία Medium diacritics: παιδονομία Low diacritics: παιδονομία Capitals: ΠΑΙΔΟΝΟΜΙΑ
Transliteration A: paidonomía Transliteration B: paidonomia Transliteration C: paidonomia Beta Code: paidonomi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A education of children, Arist. Pol.1335b4.    II the office of παιδονόμος, ib. 1322b39.

German (Pape)

[Seite 441] ἡ, das Amt des παιδονόμος, Arist. pol. 6, 8. 7, 16.

Greek (Liddell-Scott)

παιδονομία: ἡ, ἡ ἀνατροφὴ ἢ παίδευσις τῶν παίδων, Ἀριστ. Πολιτ. 7. 16, 12. ΙΙ. τὸ ἔργονἀξίωμα τοῦ παιδονόμου, αὐτόθι 6. 8, 23.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 direction de l’éducation des enfants;
2 fonction de pédonome.
Étymologie: παιδονόμος.

Greek Monolingual

η (Α παιδονομία) παιδονόμος
1. η ανατροφή, η εκπαίδευση τών παιδιών
2. το επάγγελμα, το έργο του παιδονόμου.

Greek Monotonic

παιδονομία: ἡ,
I. εκπαίδευση παιδιών, σε Αριστ.
II. το αξίωμα του παιδονόμου, στον ίδ.