παιδοποιός: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned

Source
(30)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[παιδοποιός]], -όν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που γεννά [[παιδιά]]<br /><b>2.</b> (για το [[σπέρμα]]) [[γόνιμος]], [[γεννητικός]] («ὡς Ἀρίστωνα [[σπέρμα]] παιδοποιὸν οὐκ ἐνῆν», <b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[παῖς]], <i>παιδός</i> <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]]].
|mltxt=[[παιδοποιός]], -όν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που γεννά [[παιδιά]]<br /><b>2.</b> (για το [[σπέρμα]]) [[γόνιμος]], [[γεννητικός]] («ὡς Ἀρίστωνα [[σπέρμα]] παιδοποιὸν οὐκ ἐνῆν», <b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[παῖς]], <i>παιδός</i> <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''παιδοποιός:''' -όν ([[ποιέω]])·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που κάνει ή γεννάει [[παιδιά]], σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[γεννητικός]], [[παραγωγικός]], σε Ηρόδ.
}}
}}

Revision as of 00:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παιδοποιός Medium diacritics: παιδοποιός Low diacritics: παιδοποιός Capitals: ΠΑΙΔΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: paidopoiós Transliteration B: paidopoios Transliteration C: paidopoios Beta Code: paidopoio/s

English (LSJ)

όν,

   A begetting or bearing children, δάμαρ E. Andr.4, cf. J.AJ4.8.23; π. ἁδονά E.Ph.338 (lyr.).    2 generative, σπέρμα Hdt.6.68.

German (Pape)

[Seite 441] Kinder zeugend; σπέρμα, Her. 6, 68; δάμαρ, Eur. Andr. 4; ἁδονά, Phoen. 340; συμφορά, Rhes. 980; σπέρμα, Her. 6, 68; Sp., wie Plut. Aem. Paul. 5; σῶμα, Ael. H. A. 17, 42.

Greek (Liddell-Scott)

παιδοποιός: -όν, ὁ ποιῶν, παράγων, γεννῶν παιδία, δάμαρ Εὐρ. Ἀνδρ. 4· ἡδονὴ παιδ. ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 338. 2) γεννητικός, σπέρμα Ἡρόδ. 6. 68.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui engendre des enfants.
Étymologie: παῖς, ποιέω.

Greek Monolingual

παιδοποιός, -όν (Α)
1. αυτός που γεννά παιδιά
2. (για το σπέρμα) γόνιμος, γεννητικός («ὡς Ἀρίστωνα σπέρμα παιδοποιὸν οὐκ ἐνῆν», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + -ποιός].

Greek Monotonic

παιδοποιός: -όν (ποιέω
1. αυτός που κάνει ή γεννάει παιδιά, σε Ευρ.
2. γεννητικός, παραγωγικός, σε Ηρόδ.