Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

παλαιστικός: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
(30)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[παλαιστικός]], -ή, -όν) [[παλαιστής]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον [[παλαιστή]]<br /><b>2.</b> [[έμπειρος]], [[επιτήδειος]] στο [[αγώνισμα]] της πάλης<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η παλαιστική</i><br />η [[τέχνη]] του [[παλαιστή]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που αποκτάται ύστερα από [[εξάσκηση]] στην [[πάλη]] («πρὸς ἰσχύν, οὐ παλαιστικὴν οὐδὲ σαρκοῡσαν καὶ πυκνοῡσαν», <b>Πλούτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>παλαιστικῶς</i> (Α)<br />με παλαιστικό τρόπο, όπως οι παλαιστές.
|mltxt=-ή, -ό (Α [[παλαιστικός]], -ή, -όν) [[παλαιστής]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον [[παλαιστή]]<br /><b>2.</b> [[έμπειρος]], [[επιτήδειος]] στο [[αγώνισμα]] της πάλης<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η παλαιστική</i><br />η [[τέχνη]] του [[παλαιστή]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που αποκτάται ύστερα από [[εξάσκηση]] στην [[πάλη]] («πρὸς ἰσχύν, οὐ παλαιστικὴν οὐδὲ σαρκοῡσαν καὶ πυκνοῡσαν», <b>Πλούτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>παλαιστικῶς</i> (Α)<br />με παλαιστικό τρόπο, όπως οι παλαιστές.
}}
{{lsm
|lsmtext='''πᾰλαιστικός:''' -ή, -όν, [[έμπειρος]] στην [[πάλη]], σε Αριστ., Λουκ.
}}
}}

Revision as of 21:16, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλαιστικός Medium diacritics: παλαιστικός Low diacritics: παλαιστικός Capitals: ΠΑΛΑΙΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: palaistikós Transliteration B: palaistikos Transliteration C: palaistikos Beta Code: palaistiko/s

English (LSJ)

ή, όν, (παλαίω)

   A expert in wrestling, Arist.Rh.1361b24, Luc.DDeor.20.14, etc.; ἡ -κή (sc. τέχνη) the art of wrestling, Paus. 1.39.3, etc. Adv. -κῶς Poll.3.149: Comp. -ώτερον Philostr.Gym. 35.    II suited for wrestling, ἰσχύς Plu.2.130b; στέρνα -ώτερα Philostr.Gym.35; cf. παλαιστρικός.

German (Pape)

[Seite 446] zum Ringen gehörig; ἡ παλαιστικὴ τέχνη, die Ringerkunst, Paus. 1, 19, 3; – ὁ παλαιστικός, der geschickte Ringer, Arist. rhet. 1, 5 u. A.; nach Phryn. 242 die ältere Form für παλαιστρικός.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλαιστικός: -ή, -όν, (παλαίω) ἔμπειρος εἰς τὴν πάλην, Ἀριστ. Ρητ. 1. 5, 14, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 20. 14, κτλ.· - ἡ παλαιστικὴ (ἐξυπ. τέχνη), ἡ τέχνη τοῦ παλαίειν, Παυσ. 1. 39, 3, κτλ.· - ἐπίρρ. -κῶς, Πολυδ. Γ΄, 149.
ΙΙ. ἰσχὺς παλαιστική, ἡ προσγινομένη ἐκ τῆς πάλης, Πλούτ. 2. 130Α. - Πρβλ. παλαιστρικός.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 exercé ou propre à la lutte;
2 produit ou entretenu par l’habitude de la lutte.
Étymologie: παλαιστή.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α παλαιστικός, -ή, -όν) παλαιστής
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον παλαιστή
2. έμπειρος, επιτήδειος στο αγώνισμα της πάλης
3. το θηλ. ως ουσ. η παλαιστική
η τέχνη του παλαιστή
αρχ.
αυτός που αποκτάται ύστερα από εξάσκηση στην πάλη («πρὸς ἰσχύν, οὐ παλαιστικὴν οὐδὲ σαρκοῡσαν καὶ πυκνοῡσαν», Πλούτ.).
επίρρ...
παλαιστικῶς (Α)
με παλαιστικό τρόπο, όπως οι παλαιστές.

Greek Monotonic

πᾰλαιστικός: -ή, -όν, έμπειρος στην πάλη, σε Αριστ., Λουκ.