παλέω: Difference between revisions
ὃς ἂν βούληται τῆν γῆν κινῆσαι κινησάτω τὸ πρῶτον ἑαυτόν → let him that would move the world first move himself
(30) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[παλέω]] (Α)<br /><b>1.</b> φθείρομαι, καταστρέφομαι<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «παλήσειε<br />διαφθαρείη<br />ἐπάλησεν<br />ἐφθάρη. πεπαληκέναι<br />ἐκπεσεῑν. πεπαλημέναι<br />βεβλαμμέναι»<br /><b>3.</b> ([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b> και τον <b>Φώτ.</b>) α) «πεπαλμένος<br />βεβλαμμένος» <br />β) «πεπαλκέναι λέγεται τὸ ἐκπίπτειν τὰ πλοῑα».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[παλέω]], [[κατά]] την επικρατέστερη [[άποψη]], έχει σχηματιστεί κατ' [[απόσπαση]] από το συνθ. ρ. <i>ἐκ</i>-[[παλέω]] «εξαρθρώνομαι», παρ. του επιθ. <i>ἐκ</i>-<i>παλής</i> «εξαρθρωμένος» <span style="color: red;"><</span> <i>ἐκ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>παλής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πάλλω]], <b>πρβλ.</b> <i>αει</i>-<i>παλής</i>, <i>κληρο</i>-<i>παλής</i>)]. | |mltxt=[[παλέω]] (Α)<br /><b>1.</b> φθείρομαι, καταστρέφομαι<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «παλήσειε<br />διαφθαρείη<br />ἐπάλησεν<br />ἐφθάρη. πεπαληκέναι<br />ἐκπεσεῑν. πεπαλημέναι<br />βεβλαμμέναι»<br /><b>3.</b> ([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b> και τον <b>Φώτ.</b>) α) «πεπαλμένος<br />βεβλαμμένος» <br />β) «πεπαλκέναι λέγεται τὸ ἐκπίπτειν τὰ πλοῑα».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[παλέω]], [[κατά]] την επικρατέστερη [[άποψη]], έχει σχηματιστεί κατ' [[απόσπαση]] από το συνθ. ρ. <i>ἐκ</i>-[[παλέω]] «εξαρθρώνομαι», παρ. του επιθ. <i>ἐκ</i>-<i>παλής</i> «εξαρθρωμένος» <span style="color: red;"><</span> <i>ἐκ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>παλής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πάλλω]], <b>πρβλ.</b> <i>αει</i>-<i>παλής</i>, <i>κληρο</i>-<i>παλής</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πᾰλέω:''' γʹ ενικ. ευκτ. αορ. βʹ <i>παλήσειε</i>· φθείρομαι, καταστρέφομαι, σε Ηρόδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:45, 31 December 2018
English (LSJ)
A to be disabled, εἰ παλήσειε ὁ ναυτικὸς στρατός Hdt.8.21: elsewh. only in Hsch., παλήσειε· διαφθαρείη. ἐπάλησεν· ἐφθάρη. πεπαληκέναι· ἐκπεσεῖν. πεπαλημέναι· βεβλαμμέναι: also in shortd. forms, πεπαλμένος· βεβλαμμένος, Id., Phot.; πεπαλκέναι λέγεται τὸ ἐκπίπτειν τὰ πλοῖα Id.
German (Pape)
[Seite 447] = παλαίω, nur παλήσειε, Her. 8, 21, v. l. παλαίσειεν, wo es »im Kampf unterliegen« bedeutet.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλέω: φθείρομαι, καταστρέφομαι, Ἡρόδ. 8. 21, εἰ παλήσειε ὁ ναυτικὸς στόλος. Ἕτεροι τύποι διατηροῦνται ἐν πολλαῖς γλώσσαις τοῦ Ἡσυχίου: «παλήσει· διαφθαρείη, ἐπάλησεν· ἐφθάρη, πεπαληκέναι· ἐκπεσεῖν, πεπαλημέναι· βεβλαμμέναι». Ὁ συντετμημένος τύπος «πεπαλμένος
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
c. παλαίω.
Greek Monolingual
παλέω (Α)
1. φθείρομαι, καταστρέφομαι
2. (κατά τον Ησύχ.) «παλήσειε
διαφθαρείη
ἐπάλησεν
ἐφθάρη. πεπαληκέναι
ἐκπεσεῑν. πεπαλημέναι
βεβλαμμέναι»
3. (κατά τον Ησύχ. και τον Φώτ.) α) «πεπαλμένος
βεβλαμμένος»
β) «πεπαλκέναι λέγεται τὸ ἐκπίπτειν τὰ πλοῑα».
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. παλέω, κατά την επικρατέστερη άποψη, έχει σχηματιστεί κατ' απόσπαση από το συνθ. ρ. ἐκ-παλέω «εξαρθρώνομαι», παρ. του επιθ. ἐκ-παλής «εξαρθρωμένος» < ἐκ + -παλής (< πάλλω, πρβλ. αει-παλής, κληρο-παλής)].
Greek Monotonic
πᾰλέω: γʹ ενικ. ευκτ. αορ. βʹ παλήσειε· φθείρομαι, καταστρέφομαι, σε Ηρόδ.