πάλλιον: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ φῦναι τὸν ἅπαντα νικᾷ λόγον → Not to be born is, past all prizing, best.

Sophocles, Oedipus Coloneus l. 1225
(30)
 
mNo edit summary
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και παλλίο(ν), το (ΑΜ πάλλιον και παλλίον)<br />[[επενδύτης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> στενή και [[επιμήκης]] [[λωρίδα]] μάλλινου λευκού υφάσματος, η οποία κοσμείται με [[πέντε]] ενυφασμένους μελανούς σταυρούς και φέρεται στους ώμους από τους επισκόπους της Δυτικής Εκκλησίας, ως [[ένδειξη]] της εύνοιας του πάπα και ως [[σύμβολο]] της αναλήψεως αρχιερατικής δικαιοδοσίας<br /><b>2.</b> [[ένδυμα]] που φέρεται από τους μοναχούς της Ορθόδοξης Εκκλησίας ως [[σύμβολο]] της αφθαρσίας και σεμνότητας και το οποίο ταυτίζεται [[σήμερα]] με το εξώρασο<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(στους Ρωμαίους) [[τετράπλευρο]] ή ορθογώνιο [[τεμάχιο]] υφάσματος, [[κατά]] [[απομίμηση]] του ελληνικού ιματίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>pallium</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>palla</i> «[[στολή]], [[πέπλος]]»), πιθ. ελληνικής προέλευσης].
|mltxt=και [[παλλίο]], [[παλλίον]], το (ΑΜ [[πάλλιον]] και [[παλλίον]])<br />[[επενδύτης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> στενή και [[επιμήκης]] [[λωρίδα]] μάλλινου λευκού υφάσματος, η οποία κοσμείται με [[πέντε]] ενυφασμένους μελανούς σταυρούς και φέρεται στους ώμους από τους επισκόπους της Δυτικής Εκκλησίας, ως [[ένδειξη]] της εύνοιας του πάπα και ως [[σύμβολο]] της αναλήψεως αρχιερατικής δικαιοδοσίας<br /><b>2.</b> [[ένδυμα]] που φέρεται από τους μοναχούς της Ορθόδοξης Εκκλησίας ως [[σύμβολο]] της αφθαρσίας και σεμνότητας και το οποίο ταυτίζεται [[σήμερα]] με το εξώρασο<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(στους Ρωμαίους) [[τετράπλευρο]] ή ορθογώνιο [[τεμάχιο]] υφάσματος, [[κατά]] [[απομίμηση]] του ελληνικού ιματίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>[[pallium]]</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>[[palla]]</i> «[[στολή]], [[πέπλος]]»), πιθ. ελληνικής προέλευσης].
}}
}}

Revision as of 12:58, 15 February 2024

Greek Monolingual

και παλλίο, παλλίον, το (ΑΜ πάλλιον και παλλίον)
επενδύτης
νεοελλ.
1. στενή και επιμήκης λωρίδα μάλλινου λευκού υφάσματος, η οποία κοσμείται με πέντε ενυφασμένους μελανούς σταυρούς και φέρεται στους ώμους από τους επισκόπους της Δυτικής Εκκλησίας, ως ένδειξη της εύνοιας του πάπα και ως σύμβολο της αναλήψεως αρχιερατικής δικαιοδοσίας
2. ένδυμα που φέρεται από τους μοναχούς της Ορθόδοξης Εκκλησίας ως σύμβολο της αφθαρσίας και σεμνότητας και το οποίο ταυτίζεται σήμερα με το εξώρασο
μσν.-αρχ.
(στους Ρωμαίους) τετράπλευρο ή ορθογώνιο τεμάχιο υφάσματος, κατά απομίμηση του ελληνικού ιματίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. pallium (< palla «στολή, πέπλος»), πιθ. ελληνικής προέλευσης].