παμπλείων: Difference between revisions
From LSJ
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
(30) |
(3b) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[παμπλείων]], -ονος, ὁ, ἡ (Α)<br />[[κατά]] πολύ [[περισσότερος]] ή μεγαλύτερος («[[παμπλείων]] [[ὄγκος]] φωνῆς», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πλείων]]. | |mltxt=[[παμπλείων]], -ονος, ὁ, ἡ (Α)<br />[[κατά]] πολύ [[περισσότερος]] ή μεγαλύτερος («[[παμπλείων]] [[ὄγκος]] φωνῆς», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πλείων]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''παμπλείων:''' 2, gen. ονος compar. к [[πάμπολυς]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:24, 1 January 2019
English (LSJ)
ονος, ὁ, ἡ,
A much greater, ὄγκος τῆς φωνῆς Arist.Aud.804a15.
Greek (Liddell-Scott)
παμπλείων: -ονος, ὁ, ἡ, πολλῷ πλείων, Ἀριστ. π. Ἀκουστ. 63 (Bonitz πάμπλεως).
Greek Monolingual
παμπλείων, -ονος, ὁ, ἡ (Α)
κατά πολύ περισσότερος ή μεγαλύτερος («παμπλείων ὄγκος φωνῆς», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + πλείων.
Russian (Dvoretsky)
παμπλείων: 2, gen. ονος compar. к πάμπολυς.