παραθαρσύνω: Difference between revisions

From LSJ

αὐτάρκης ἔσῃ, ἂν μάθῃς τί τὸ καλὸν κἀγαθόν ἐστι → you will be contented with your lot if you learn what the honourable and good is

Source
(30)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=και παραθαρρύνω Α<br />[[ενθαρρύνω]], [[εγκαρδιώνω]], [[εμψυχώνω]] («ἤν... τοὺς ἄλλους στρατιώτας συλλέγητε καὶ παραθαρρύνητε», <b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[θαρσύνω]] «[[ενθαρρύνω]]» (<span style="color: red;"><</span> [[θάρσος]])].
|mltxt=και παραθαρρύνω Α<br />[[ενθαρρύνω]], [[εγκαρδιώνω]], [[εμψυχώνω]] («ἤν... τοὺς ἄλλους στρατιώτας συλλέγητε καὶ παραθαρρύνητε», <b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[θαρσύνω]] «[[ενθαρρύνω]]» (<span style="color: red;"><</span> [[θάρσος]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''παραθαρσύνω:''' [ῡ], Αττ. -[[θαρρύνω]], [[ενθαρρύνω]], [[δίνω]] [[θάρρος]], [[εγκαρδιώνω]], σε Θουκ., Ξεν.
}}
}}

Revision as of 21:20, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραθαρσύνω Medium diacritics: παραθαρσύνω Low diacritics: παραθαρσύνω Capitals: ΠΑΡΑΘΑΡΣΥΝΩ
Transliteration A: paratharsýnō Transliteration B: paratharsynō Transliteration C: paratharsyno Beta Code: paraqarsu/nw

English (LSJ)

Att. παραθαρρύνω, fut.

   A -ῠνῶ Plu.Alc.26:—embolden, encourage, Th.4.115, 8.77, X.An.3.1.39, etc.; παραμυθεῖσθαι καὶ π. Pl.Criti.108c: c. acc. pers. et inf., Plu. l.c.

German (Pape)

[Seite 478] neuatt. -θαῤῥύνω, ermuthigen, ermuntern, Thuc. 4, 115; τινά, Plat. Rep. V, 450 c; Xen. An. 3, 1, 39 u. öfter, u. Folgde, wie Plut. Fab. 14.

Greek (Liddell-Scott)

παραθαρσύνω: Ἀττ. -θαρρύνω, ἐμποιῶ θάρρος εἴς τινα, ἐγκαρδιώνω, Θουκ. 4. 115., 8. 77, Ξεν. Ἀν. 3. 1, 39, κτλ.· παραμυθεῖσθαι καὶ π. Πλάτ. Κριτί. 108C· μετ’ αἰτ. προσ. καὶ ἀπαρ., Πλουτ. Ἀλκ. 26. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 63.

French (Bailly abrégé)

anc. att. c. παραθαρρύνω.
Étymologie: παρά, θαρσύνω.

Greek Monolingual

και παραθαρρύνω Α
ενθαρρύνω, εγκαρδιώνω, εμψυχώνω («ἤν... τοὺς ἄλλους στρατιώτας συλλέγητε καὶ παραθαρρύνητε», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + θαρσύνω «ενθαρρύνω» (< θάρσος)].

Greek Monotonic

παραθαρσύνω: [ῡ], Αττ. -θαρρύνω, ενθαρρύνω, δίνω θάρρος, εγκαρδιώνω, σε Θουκ., Ξεν.