παραπνοή: Difference between revisions
From LSJ
Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid
(31) |
(nl) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ἡ, ΜΑ [[παραπνέω]]<br />οπή από όπου μπορεί να διέλθει [[αέρας]]. | |mltxt=ἡ, ΜΑ [[παραπνέω]]<br />οπή από όπου μπορεί να διέλθει [[αέρας]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=παραπνοή -ῆς, ἡ [παραπνέω] doorgang, opening. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:36, 1 January 2019
English (LSJ)
ἡ,
A passage, opening, τῷ ὕδατι Hp.Nat.Puer.25, cf. Gp. 10.56.6.
German (Pape)
[Seite 495] ἡ, das Wehen oder Athmen daneben, durch eine Oeffnung an der Seite, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
παραπνοή: ἡ, μέρος ὅθεν δύναται νὰ διέλθῃ ἀήρ, Ἱππ. 244. 17, Γεωπ. 10. 56, 6.
Greek Monolingual
ἡ, ΜΑ παραπνέω
οπή από όπου μπορεί να διέλθει αέρας.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παραπνοή -ῆς, ἡ [παραπνέω] doorgang, opening.