πελαγοδρόμος: Difference between revisions

From LSJ

ἵνα οὖν μηδ' ἐν τούτῳ δῷ αὐτοῖς λαβήν (Photius, Fragments on the Epistle to the Romans 483.26) → so that he doesn't give them even here a handle (= an opportunity for refutation)

Source
(31)
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ο / [[πελαγοδρόμος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που πελαγοδρομεί, που διαπλέει τα πελάγη, [[θαλασσοπόρος]], [[ποντοπόρος]] («[[νηῶν]] πελαγοδρόμων [[ἄστατος]] [[ὁρμή]]», <b>Ορφ.</b> Ύμν.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[πελαγοδρόμος]]<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] στεγανόποδων πτηνών τα οποία εκτελούν μακρές πτήσεις [[πάνω]] από θάλασσες<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που πετάει [[πάνω]] από την [[επιφάνεια]] της θάλασσας («[[πελαγοδρόμος]] [[ἱέραξ]]», πάπ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πέλαγος]] <span style="color: red;">+</span> -[[δρόμος]] (<span style="color: red;"><</span> [[δρόμος]])].
|mltxt=-ο / [[πελαγοδρόμος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που πελαγοδρομεί, που διαπλέει τα πελάγη, [[θαλασσοπόρος]], [[ποντοπόρος]] («[[νηῶν]] πελαγοδρόμων [[ἄστατος]] [[ὁρμή]]», <b>Ορφ.</b> Ύμν.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[πελαγοδρόμος]]<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] στεγανόποδων πτηνών τα οποία εκτελούν μακρές πτήσεις [[πάνω]] από θάλασσες<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που πετάει [[πάνω]] από την [[επιφάνεια]] της θάλασσας («[[πελαγοδρόμος]] [[ἱέραξ]]», πάπ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πέλαγος]] <span style="color: red;">+</span> -[[δρόμος]] (<span style="color: red;"><</span> [[δρόμος]])].
}}
}}

Revision as of 11:12, 14 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πελᾰγοδρόμος Medium diacritics: πελαγοδρόμος Low diacritics: πελαγοδρόμος Capitals: ΠΕΛΑΓΟΔΡΟΜΟΣ
Transliteration A: pelagodrómos Transliteration B: pelagodromos Transliteration C: pelagodromos Beta Code: pelagodro/mos

English (LSJ)

ον,

   A sailing on the sea, Orph.H.74.5 ; flying over the sea, ἱέραξ PMag.Par.1.2590.

German (Pape)

[Seite 548] in od. auf dem hohen Meere laufend, Orph. H. 73, 5.

Greek (Liddell-Scott)

πελᾰγοδρόμος: -ον, ὁ διαπλέων τὸ πέλαγος, Ὀρφ. Ὕμν. 73. 5.

Spanish

que sobrevuela el mar

Greek Monolingual

-ο / πελαγοδρόμος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που πελαγοδρομεί, που διαπλέει τα πελάγη, θαλασσοπόρος, ποντοπόροςνηῶν πελαγοδρόμων ἄστατος ὁρμή», Ορφ. Ύμν.)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο πελαγοδρόμος
ζωολ. γένος στεγανόποδων πτηνών τα οποία εκτελούν μακρές πτήσεις πάνω από θάλασσες
αρχ.
αυτός που πετάει πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας («πελαγοδρόμος ἱέραξ», πάπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέλαγος + -δρόμος (< δρόμος)].