πεμφιγώδης: Difference between revisions

From LSJ

ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod

Source
(31)
(nl)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=και <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[πεμφιδώδης]], -ῶδες, Α [[πέμφιξ]], -<i>ιγος</i>]<br />([[κυρίως]] για τον πυρετό) αυτός που συνοδεύεται από [[έκχυση]] πομφολύγων.
|mltxt=και <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[πεμφιδώδης]], -ῶδες, Α [[πέμφιξ]], -<i>ιγος</i>]<br />([[κυρίως]] για τον πυρετό) αυτός που συνοδεύεται από [[έκχυση]] πομφολύγων.
}}
{{elnl
|elnltext=πεμφιγώδης -ες [πέμφιξ: puist] puistig.
}}
}}

Revision as of 07:44, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεμφῑγώδης Medium diacritics: πεμφιγώδης Low diacritics: πεμφιγώδης Capitals: ΠΕΜΦΙΓΩΔΗΣ
Transliteration A: pemphigṓdēs Transliteration B: pemphigōdēs Transliteration C: pemfigodis Beta Code: pemfigw/dhs

English (LSJ)

ες, (πέμφιξ)

   A accompanied by vesicular eruption, Hp. Epid.6.1.14, cf. Gal. adloc. (17(1).878), Id.19.399; πεμφιδ-, Hsch.

German (Pape)

[Seite 554] ες, blasig, voll Blasen, von blasenähnlichem Ansehen, Hippocr. u. sp. Medic.

Greek (Liddell-Scott)

πεμφῑγώδης: -ες, (εἶδος) ἀμφίβ. ἐπίθ. τοῦ πυρετός, φλυκταινώδης ἢ σχηματίζων οἰδήματα, Ἱππ. 1165F· ἴδε Foës Oec.

Greek Monolingual

και (κατά τον Ησύχ.) πεμφιδώδης, -ῶδες, Α πέμφιξ, -ιγος]
(κυρίως για τον πυρετό) αυτός που συνοδεύεται από έκχυση πομφολύγων.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πεμφιγώδης -ες [πέμφιξ: puist] puistig.