πεζομαχία: Difference between revisions

From LSJ

Κέρδος πονηρὸν μηδέποτε βούλου λαβεῖν → Ex non honesto lucra sectari cave → Hab nie den Wunsch, unredlichen Gewinn zu ziehn

Menander, Monostichoi, 288
(31)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΑ, ιων. τ. πεζομαχίη Α [[πεζομάχος]]<br /><b>στρατ.</b><br /><b>1.</b> [[μάχη]] [[ανάμεσα]] σε δύο αντίπαλα πεζικά στρατεύματα στην [[ξηρά]], σε [[αντιδιαστολή]] με τη [[ναυμαχία]]<br /><b>2.</b> [[μάχη]] που έδιναν οι άνδρες του ιππικού όταν αφίππευαν και, [[κατά]] [[συνέπεια]], μάχονταν ως πεζοί στρατιώτες, ενώ λάβαιναν [[μέρος]] στη [[μάχη]] [[κατά]] κανόνα έφιπποι.
|mltxt=η, ΝΑ, ιων. τ. πεζομαχίη Α [[πεζομάχος]]<br /><b>στρατ.</b><br /><b>1.</b> [[μάχη]] [[ανάμεσα]] σε δύο αντίπαλα πεζικά στρατεύματα στην [[ξηρά]], σε [[αντιδιαστολή]] με τη [[ναυμαχία]]<br /><b>2.</b> [[μάχη]] που έδιναν οι άνδρες του ιππικού όταν αφίππευαν και, [[κατά]] [[συνέπεια]], μάχονταν ως πεζοί στρατιώτες, ενώ λάβαιναν [[μέρος]] στη [[μάχη]] [[κατά]] κανόνα έφιπποι.
}}
{{lsm
|lsmtext='''πεζομαχία:''' Ιων. -ίη, ἡ, [[μάχη]] κατά [[ξηρά]] αντίθ. προς [[ναυμαχία]], σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.
}}
}}

Revision as of 21:20, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεζομᾰχία Medium diacritics: πεζομαχία Low diacritics: πεζομαχία Capitals: ΠΕΖΟΜΑΧΙΑ
Transliteration A: pezomachía Transliteration B: pezomachia Transliteration C: pezomachia Beta Code: pezomaxi/a

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ,

   A battle by land, opp. ναυμαχία, Hdt.8.15, Th.1.23, etc.    2 fighting on foot, opp. ἱππομαχία, Ph.1.191 (pl.), cf. Arr.An.1.15.4.

German (Pape)

[Seite 542] ἡ, Schlacht zu Fuße oder zu Lande; συνέπιπτε ὥςτε τὰς ναυμαχίας γίνεσθαι ταύτας καὶ τὰς πεζ., Her. 8, 15; Thuc. 1, 23. 7, 62; Pol. 5, 69, 7 u. Folgde, wie Luc. V. H. 1, 18.

Greek (Liddell-Scott)

πεζομαχία: Ἰων. -ίη, ἡ, μάχη κατὰ ξηράν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ναυμαχία, Ἡρόδ. 8. 15, Θουκ. 1. 23, 49, 100, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 combat d’infanterie;
2 combat sur terre.
Étymologie: πεζομάχος.

Greek Monolingual

η, ΝΑ, ιων. τ. πεζομαχίη Α πεζομάχος
στρατ.
1. μάχη ανάμεσα σε δύο αντίπαλα πεζικά στρατεύματα στην ξηρά, σε αντιδιαστολή με τη ναυμαχία
2. μάχη που έδιναν οι άνδρες του ιππικού όταν αφίππευαν και, κατά συνέπεια, μάχονταν ως πεζοί στρατιώτες, ενώ λάβαιναν μέρος στη μάχη κατά κανόνα έφιπποι.

Greek Monotonic

πεζομαχία: Ιων. -ίη, ἡ, μάχη κατά ξηρά αντίθ. προς ναυμαχία, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.