πεπαίτερος: Difference between revisions
From LSJ
(31) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-έρα, -ον, Α<br />[[ανώμαλος]] τ. συγκριτ. του [[πέπων]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ανώμαλος τ. συγκριτικού βαθμού του [[πέπων]], σχηματισμένος πιθ. κατ' [[επίδραση]] του [[πεπαίνω]] (<b>πρβλ.</b> [[παλαίτερος]])]. | |mltxt=-έρα, -ον, Α<br />[[ανώμαλος]] τ. συγκριτ. του [[πέπων]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ανώμαλος τ. συγκριτικού βαθμού του [[πέπων]], σχηματισμένος πιθ. κατ' [[επίδραση]] του [[πεπαίνω]] (<b>πρβλ.</b> [[παλαίτερος]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πεπαίτερος:''' και -τατος, ανώμ. συγκρ. και υπερθ. του [[πέπων]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:52, 30 December 2018
English (LSJ)
and πέντ-τατος,
A v. πέπων. πεπᾰλαγμένος, πεπάλακτο, v. παλάσσω. πεπᾰλών, v. πάλλω, ἀμπεπαλών. πέπᾱμαι, v. Πάομαι. πέπανα· πλακούντια, Hsch. (leg. πόπανα).
German (Pape)
[Seite 559] u. πεπαίτατος, irr. comp. u. superl. zu πέπων, reifer, weicher, milder; μοῖρα, Aesch. Ag. 1338; vom Alter, νέᾳ, παλαιᾷ, μεσοκόπῳ, πεπαιτέρᾳ, Xenarch. bei Ath. XIII, 569 c; superl. πεπαίτατος, der reifste, Alexis bei Ath. XIV, 650.
Greek (Liddell-Scott)
πεπαίτερος: καὶ -τατος, ἀνώμαλ. συγκρ. καὶ ὑπερθ. τοῦ πέπων.
Greek Monolingual
-έρα, -ον, Α
ανώμαλος τ. συγκριτ. του πέπων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανώμαλος τ. συγκριτικού βαθμού του πέπων, σχηματισμένος πιθ. κατ' επίδραση του πεπαίνω (πρβλ. παλαίτερος)].
Greek Monotonic
πεπαίτερος: και -τατος, ανώμ. συγκρ. και υπερθ. του πέπων.