περίνοος: Difference between revisions

From LSJ

ἡμῶν δ' ὅσα καὶ τὰ σώματ' ἐστὶ τὸν ἀριθμὸν καθ' ἑνός, τοσούτους ἔστι καὶ τρόπους ἰδεῖνwhatever number of persons there are, the same will be found the number of minds and of characters

Source
(32)
(3b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>βλ.</b> [[περίνους]].
|mltxt=-ον, Α<br /><b>βλ.</b> [[περίνους]].
}}
{{elru
|elrutext='''περίνοος:''' стяж. [[περίνους]] 2 (superl. [[περινούστατος]]) весьма осмотрительный, умный Sext.
}}
}}

Revision as of 02:08, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίνοος Medium diacritics: περίνοος Low diacritics: περίνοος Capitals: ΠΕΡΙΝΟΟΣ
Transliteration A: perínoos Transliteration B: perinoos Transliteration C: perinoos Beta Code: peri/noos

English (LSJ)

ον, contr. περίνους, ουν, (νοέω)

   A very intelligent: Sup. περινούστατος S.E.M.7.326.

German (Pape)

[Seite 583] zsgzgn περίνους, umsichtig, klug, περινούστατοι S. Emp. adv. log. 1, 326.

Greek (Liddell-Scott)

περίνοος: -ον, συνῃρ. -νους, ουν, (νοέω) σφόδρα συνετός. Υπερθ. περινούστατος, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 326· ἲδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 144.

Greek Monolingual

-ον, Α
βλ. περίνους.

Russian (Dvoretsky)

περίνοος: стяж. περίνους 2 (superl. περινούστατος) весьма осмотрительный, умный Sext.