περιπροχέω: Difference between revisions

From LSJ

Νόμιζε γήμας δοῦλος εἶναι διὰ βίου → Uxore ducta vivere ut servus para → Nimm eine Frau und sei ihr Knecht ein Leben lang

Menander, Monostichoi, 382
(32)
m (Text replacement - "l’" to "l'")
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>part. ao.</i> περιπροχυθείς;<br />se répandre dans l’âme.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[προχέω]].
|btext=<i>part. ao.</i> περιπροχυθείς;<br />se répandre dans l'âme.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[προχέω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth

Revision as of 10:25, 5 September 2022

German (Pape)

[Seite 589] (s. χέω), darum, darüber ausgießen, überströmen, Il. 14, 316.

French (Bailly abrégé)

part. ao. περιπροχυθείς;
se répandre dans l'âme.
Étymologie: περί, προχέω.

English (Autenrieth)

only pass. aor. part., περιπροχυθείς, pouring in a flood over, Il. 14.316†.

Greek Monolingual

Α
(κυρίως στον Όμ.) (ιδίως το παθ.) περιπροχέομαι
χύνομαι ολόγυρα, περιχύνομαι («οὐ γάρ πώ ποτέ μ' ὧδε θεᾱς ἔρος... θυμὸν ἐνὶ στήθεσσι περιπροχυθεὶς ἐδάμασσε», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + προχέω «χύνω προς τα εμπρός»].