πεταχτός: Difference between revisions

From LSJ

Κρεῖττον σιωπᾶν ἐστιν ἢ λαλεῖν μάτην → Silentium anteferendum est vaniloquentiae → Das Schweigen übertrifft vergebliches Geschwätz

Menander, Monostichoi, 290
(32)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται με [[πέταγμα]], με [[ρίψη]]<br /><b>2.</b> [[ζωηρός]], [[ευκίνητος]]<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η πεταχτή</i><br />η [[πεταχτάρα]]<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το πεταχτό</i><br />το πρώτο χοντρό [[κονίαμα]] [[πάνω]] σε κατασκευαζόμενο τοίχο<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «στα πεταχτά» <br />α) βιαστικά, [[γρήγορα]] («έγραψα στα πεταχτά»)<br />β) (για κυνηγό) με [[σκόπευση]] του πουλιού [[καθώς]] αυτό πετάει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. του αορ. του [[πετώ]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πηδηχ</i>-<i>τός</i>)].
|mltxt=-ή, -ό, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται με [[πέταγμα]], με [[ρίψη]]<br /><b>2.</b> [[ζωηρός]], [[ευκίνητος]]<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η πεταχτή</i><br />η [[πεταχτάρα]]<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το πεταχτό</i><br />το πρώτο χοντρό [[κονίαμα]] [[πάνω]] σε κατασκευαζόμενο τοίχο<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «στα πεταχτά» <br />α) βιαστικά, [[γρήγορα]] («έγραψα στα πεταχτά»)<br />β) (για κυνηγό) με [[σκόπευση]] του πουλιού [[καθώς]] αυτό πετάει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. του αορ. του [[πετώ]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τος</i> ([[πρβλ]]. [[πηδηχτός]])].
}}
}}

Latest revision as of 16:00, 11 May 2023

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν
1. αυτός που γίνεται με πέταγμα, με ρίψη
2. ζωηρός, ευκίνητος
3. το θηλ. ως ουσ. η πεταχτή
η πεταχτάρα
4. το ουδ. ως ουσ. το πεταχτό
το πρώτο χοντρό κονίαμα πάνω σε κατασκευαζόμενο τοίχο
3. φρ. «στα πεταχτά»
α) βιαστικά, γρήγορα («έγραψα στα πεταχτά»)
β) (για κυνηγό) με σκόπευση του πουλιού καθώς αυτό πετάει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. του αορ. του πετώ + κατάλ. -τος (πρβλ. πηδηχτός)].