περισκεπάζω: Difference between revisions
οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ τοῦ τέκτονος υἱός; οὐχ ἡ μήτηρ αὐτοῦ λέγεται Μαριὰμ καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ Ἰάκωβος καὶ Ἰωσὴφ καὶ Σίμων καὶ Ἰούδας; → “Isn't he the carpenter's son? Isn't his mother's name Mary, and aren't his brothers Jacob and Joseph and Shimon and Judah? (Matthew 13:55)
(32) |
(3b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΜΑ<br />[[σκεπάζω]] [[κάτι]] [[ολόγυρα]], [[περικαλύπτω]], [[προστατεύω]], [[προφυλάσσω]] («περισκεπασάτω τὸ ἀγγεῑον», Γεωπ.). | |mltxt=ΜΑ<br />[[σκεπάζω]] [[κάτι]] [[ολόγυρα]], [[περικαλύπτω]], [[προστατεύω]], [[προφυλάσσω]] («περισκεπασάτω τὸ ἀγγεῑον», Γεωπ.). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''περισκεπάζω:''' кругом покрывать (βύσσῳ τι Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:08, 31 December 2018
English (LSJ)
A cover, screen all round, βύσσῳ τι AP5.103 (Marc. Arg.), cf. Gp.2.4.2 :—Pass., Thphr.HP4.5.3, Dsc.2.76. -ής, ές, (σκέπας) covered all round, ὄρος θάμνοισι π. Call.Jov.11 ; οἶκοι Moschio Trag.7.27: metaph., λόγος π. ἑτέρῳ κόσμῳ, of a myth, Max.Tyr.10.5 (s.v.l.). II covering or screening all round, πύργοι Call.Del.23 ; [ὥρα] τῷ ἀέρι περισκεπής (fort. -σκελής) Thphr.HP7.1.4.
German (Pape)
[Seite 591] ringsum bedecken, verdecken, beschützen, βύσσῳ, M. Arg. 3 (V, 104).
Greek (Liddell-Scott)
περισκεπάζω: περικαλύπτω, σκεπάζω ὁλόγυρα, βύσσῳ τι Ἀνθ. Π. 5. 104· ― Παθ., Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 5, 3. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ἀμφεκάλυψεν· περιεσκέπασεν». ΙΙ. περιβάλλω, ῥάκος Μοσχίων π. Γυναικ. Παθ. 32. 6.
Greek Monolingual
ΜΑ
σκεπάζω κάτι ολόγυρα, περικαλύπτω, προστατεύω, προφυλάσσω («περισκεπασάτω τὸ ἀγγεῑον», Γεωπ.).
Russian (Dvoretsky)
περισκεπάζω: кругом покрывать (βύσσῳ τι Anth.).