πετρορριφής: Difference between revisions
From LSJ
νῆα μὲν οἵ γε μέλαιναν ἐπ' ἠπείροιο ἔρυσσαν ὑψοῦ ἐπὶ ψαμάθοις, ὑπὸ δ' ἕρματα μακρὰ τάνυσσαν → they pushed the black ship up over the sand onto dry land and placed long beams under her
(32) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές, Α<br />γκρεμισμένος από βράχο («πετρορριφῆ θανεῑν», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πέτρα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ρριφής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ῥιφή]] <span style="color: red;"><</span> [[ῥίπτω]]), [[πρβλ]] [[δημο]]-<i>ρριφής</i>]. | |mltxt=-ές, Α<br />γκρεμισμένος από βράχο («πετρορριφῆ θανεῑν», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πέτρα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ρριφής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ῥιφή]] <span style="color: red;"><</span> [[ῥίπτω]]), [[πρβλ]] [[δημο]]-<i>ρριφής</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πετρορρῐφής:''' -ές ([[ῥίπτω]]), αυτός που ρίχνεται από τους βράχους, σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:04, 31 December 2018
English (LSJ)
ές,
A hurled from a rock, π. θανεῖν E.Ion1222.
Greek (Liddell-Scott)
πετρορρῐφής: -ές, ὁ κατὰ κρημνῶν ῥιφθείς, Δελφῶν δ’ ἄνακτες ὥρισαν πετρορριφῆ θανεῖν ἐμὴ δέσποιναν Εὐρ. Ἴων 1222.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
précipité du haut d’un rocher.
Étymologie: πέτρος, ῥίπτω.
Greek Monolingual
-ές, Α
γκρεμισμένος από βράχο («πετρορριφῆ θανεῑν», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + -ρριφής (< ῥιφή < ῥίπτω), πρβλ δημο-ρριφής].
Greek Monotonic
πετρορρῐφής: -ές (ῥίπτω), αυτός που ρίχνεται από τους βράχους, σε Ευρ.