πιδακόεις: Difference between revisions

From LSJ

ὃ σὺ μισεῖς ἑτέρῳ μὴ ποιήσεις → don't do to others what you don't want them to do to you

Source
(32)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-εσσα, -εν, Α<br /><b>1.</b> [[γεμάτος]] από πηγές, από αναβρύστρες («Ἄσκρην, ἥ θ' Ἑλικῶνα ἔχει [[πόδα]] πιδακόεντα», Ηγησίν.)<br /><b>2.</b> αυτός που αναβλύζει σαν [[πηγή]] («τάκομαι ὡς πετρίνα πιδακόεσσα [[λιβάς]]», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πῖδαξ]], -<i>ακος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>όεις</i>].
|mltxt=-εσσα, -εν, Α<br /><b>1.</b> [[γεμάτος]] από πηγές, από αναβρύστρες («Ἄσκρην, ἥ θ' Ἑλικῶνα ἔχει [[πόδα]] πιδακόεντα», Ηγησίν.)<br /><b>2.</b> αυτός που αναβλύζει σαν [[πηγή]] («τάκομαι ὡς πετρίνα πιδακόεσσα [[λιβάς]]», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πῖδαξ]], -<i>ακος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>όεις</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πῑδᾰκόεις:''' -εσσα, -εν ([[πῖδαξ]]), αυτός που εξορμά, αναβλύζει, που διοχετεύεται, [[ορμητικός]], σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 01:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῑδᾰκόεις Medium diacritics: πιδακόεις Low diacritics: πιδακόεις Capitals: ΠΙΔΑΚΟΕΙΣ
Transliteration A: pidakóeis Transliteration B: pidakoeis Transliteration C: pidakoeis Beta Code: pidako/eis

English (LSJ)

εσσα, εν,

   A full of springs, Hegesin. ap. Paus.9.29.1 ; gushing, λιβάς E.Andr.116 (eleg.).

German (Pape)

[Seite 612] εσσα, εν, quellig, quellreich, λιβάς, Eur. Andr. 116.

Greek (Liddell-Scott)

πῑδᾰκόεις: εσσα, εν, ἀναβρύων ὡς πῖδαξ, λιβὰς Εὐρ. Ἀνδρ. 116.

French (Bailly abrégé)

όεσσα, όεν;
de source.
Étymologie: πῖδαξ.

Greek Monolingual

-εσσα, -εν, Α
1. γεμάτος από πηγές, από αναβρύστρες («Ἄσκρην, ἥ θ' Ἑλικῶνα ἔχει πόδα πιδακόεντα», Ηγησίν.)
2. αυτός που αναβλύζει σαν πηγή («τάκομαι ὡς πετρίνα πιδακόεσσα λιβάς», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πῖδαξ, -ακος + κατάλ. -όεις].

Greek Monotonic

πῑδᾰκόεις: -εσσα, -εν (πῖδαξ), αυτός που εξορμά, αναβλύζει, που διοχετεύεται, ορμητικός, σε Ευρ.