πλευρότρωτος: Difference between revisions
From LSJ
κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)
(33) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4, $7$9]") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Μ<br />αυτός που έχει τρωθεί, τραυματιστεί στην [[πλευρά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πλευρά]] <span style="color: red;">+</span> [[τρωτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[τιτρώσκω]] «[[χτυπώ]], [[τραυματίζω]]»), | |mltxt=-ον, Μ<br />αυτός που έχει τρωθεί, τραυματιστεί στην [[πλευρά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πλευρά]] <span style="color: red;">+</span> [[τρωτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[τιτρώσκω]] «[[χτυπώ]], [[τραυματίζω]]»), [[πρβλ]]. [[καρδιότρωτος]], [[νευρότρωτος]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 16:50, 9 May 2023
Greek Monolingual
-ον, Μ
αυτός που έχει τρωθεί, τραυματιστεί στην πλευρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλευρά + τρωτός (< τιτρώσκω «χτυπώ, τραυματίζω»), πρβλ. καρδιότρωτος, νευρότρωτος].