πολυάρατος: Difference between revisions

From LSJ

Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau

Menander, Monostichoi, 199
(33)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=επικ. τ. [[πολυάρητος]], -ον, Α<br /><b>1.</b> ο πολύ [[επιθυμητός]], [[πολυπόθητος]] («πρὶν θαυμάσας τὴν πολυάρατον σοφίαν ξυνεποδίσθης ὑπ' αὐτοῡ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> ο πολύ [[καταραμένος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ἀρῶμαι</i> «[[παρακαλώ]], [[εύχομαι]], [[καταριέμαι]]» (<b>πρβλ.</b> <i>δημ</i>-[[άρατος]])].
|mltxt=επικ. τ. [[πολυάρητος]], -ον, Α<br /><b>1.</b> ο πολύ [[επιθυμητός]], [[πολυπόθητος]] («πρὶν θαυμάσας τὴν πολυάρατον σοφίαν ξυνεποδίσθης ὑπ' αὐτοῡ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> ο πολύ [[καταραμένος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ἀρῶμαι</i> «[[παρακαλώ]], [[εύχομαι]], [[καταριέμαι]]» (<b>πρβλ.</b> <i>δημ</i>-[[άρατος]])].
}}
{{elru
|elrutext='''πολυάρᾱτος:''' эп.-ион. [[πολυάρητος]] 2 (ᾰρ) многожеланный ([[θεός]] Hom.; [[παῖς]] HH; [[σοφία]] Plat.).
}}
}}

Revision as of 12:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠάρᾱτος Medium diacritics: πολυάρατος Low diacritics: πολυάρατος Capitals: ΠΟΛΥΑΡΑΤΟΣ
Transliteration A: polyáratos Transliteration B: polyaratos Transliteration C: polyaratos Beta Code: polua/ratos

English (LSJ)

[ᾰρ], Ep. πολῠ-άρητος [ᾱ], ον, (ἀράομαι)

   A much-wished-for, much-desired, ἤ τίς οἱ εὐξαμένῃ π. θεὸς ἦλθεν Od.6.280, cf. 19.404, h.Cer.220: in Att. Prose, τὴν πολυάρατον σοφίαν Pl.Tht.165e.    II cursed, κολακεία, γόητες, Dam.Isid.18, 92.

German (Pape)

[Seite 659] = πολυάρητος; σοφία, Plat. Theaet. 165 e; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πολυάρᾱτος: -ον, ἴδε πολυάρητος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui est l’objet de beaucoup de souhaits.
Étymologie: πολύς, ἀράομαι.

Greek Monolingual

επικ. τ. πολυάρητος, -ον, Α
1. ο πολύ επιθυμητός, πολυπόθητος («πρὶν θαυμάσας τὴν πολυάρατον σοφίαν ξυνεποδίσθης ὑπ' αὐτοῡ», Πλάτ.)
2. ο πολύ καταραμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ἀρῶμαι «παρακαλώ, εύχομαι, καταριέμαι» (πρβλ. δημ-άρατος)].

Russian (Dvoretsky)

πολυάρᾱτος: эп.-ион. πολυάρητος 2 (ᾰρ) многожеланный (θεός Hom.; παῖς HH; σοφία Plat.).