Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ποινοποιός: Difference between revisions

From LSJ

Μισῶ σοφιστήν, ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → Odi professum sapere, qui sibi non sapit → Den Weisen hass' ich, der in eigner Sache Tor

Menander, Monostichoi, 332
(33)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-όν, Α<br /><b>1.</b> αυτός που παίρνει [[εκδίκηση]], που επιβάλλει [[τιμωρία]]<br /><b>2.</b> (το θηλ. στον πληθ. ως ουσ.) <i>αἱ ποινοποιοί</i><br />οι θεότητες της εκδίκησης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ποινή]] <span style="color: red;">+</span> συνδετικό [[φωνήεν]] -<i>ο</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]]].
|mltxt=-όν, Α<br /><b>1.</b> αυτός που παίρνει [[εκδίκηση]], που επιβάλλει [[τιμωρία]]<br /><b>2.</b> (το θηλ. στον πληθ. ως ουσ.) <i>αἱ ποινοποιοί</i><br />οι θεότητες της εκδίκησης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ποινή]] <span style="color: red;">+</span> συνδετικό [[φωνήεν]] -<i>ο</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]]].
}}
{{elru
|elrutext='''ποινοποιός:''' несущий возмездие, воздающий за преступления: αἱ ποινοποιοί (sc. θεαί) Luc. богини-карательницы.
}}
}}

Revision as of 02:28, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποινοποιός Medium diacritics: ποινοποιός Low diacritics: ποινοποιός Capitals: ΠΟΙΝΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: poinopoiós Transliteration B: poinopoios Transliteration C: poinopoios Beta Code: poinopoio/s

English (LSJ)

όν,

   A taking vengeance, αἱ π. the avenging goddesses, Ps.Luc. Philopatr.23.

German (Pape)

[Seite 652] Rache, Strafe bereitend, vollziehend, αἱ ποινοποιοί, die Rachegöttinnen, Luc. Philopatr. 23.

Greek (Liddell-Scott)

ποινοποιός: -όν, ὁ ἐκδικῶν, ἐκδίκησιν ἐνεργῶν, αἱ πινοποιοί, αἱ τῆς ἐκδικήσεως θεότητες, Ψευδο-Λουκ. Φιλόπατρ. 23.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui punit ; αἱ ποινοποιοί les furies vengeresses.
Étymologie: ποινή, ποιέω.

Greek Monolingual

-όν, Α
1. αυτός που παίρνει εκδίκηση, που επιβάλλει τιμωρία
2. (το θηλ. στον πληθ. ως ουσ.) αἱ ποινοποιοί
οι θεότητες της εκδίκησης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποινή + συνδετικό φωνήεν -ο- + -ποιός].

Russian (Dvoretsky)

ποινοποιός: несущий возмездие, воздающий за преступления: αἱ ποινοποιοί (sc. θεαί) Luc. богини-карательницы.