πολυάργυρος: Difference between revisions
From LSJ
πάρειμι δ' ἄκων οὐχ ἑκοῦσιν, οἶδ' ὅτι → I'm here unwilling, before those who don't want me, I'm sure
(33) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br />[[πλούσιος]] σε άργυρο («πολυάργυροι πλάκες τῆς γῆς», Διοδ.). | |mltxt=-ον, Α<br />[[πλούσιος]] σε άργυρο («πολυάργυροι πλάκες τῆς γῆς», Διοδ.). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πολυάργῠρος:''' -ον, [[πλούσιος]] σε άργυρο, σε Ηρόδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:23, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A rich in silver, of persons or places, πολυαργυρώτατοι, of the Lydians, Hdt.5.49, cf. Ph.2.30; πλάκες τῆς γῆς D.S.5.36; οἶκοι Plu.Comp.Lys.Sull.3 (Sup.).
German (Pape)
[Seite 659] silberreich, von Menschen, Her. 5, 49 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πολυάργῠρος: -ον, ὁ ἔχων πολὺν ἄργυρον, πλούσιος εἰς ἄργυρον, πολυαργυρώτατοι, ἐπὶ τῶν Λυδῶν, Ἡρόδ. 5. 19· ἐπὶ τόπων, Διόδ. 5. 36· οἶκοι Πλουτ. Λυσάνδ. καὶ Σύλλ. Σύγκρ. 3.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui possède ou contient beaucoup d’argent;
Sp. πολυαργυρώτατος.
Étymologie: πολύς, ἄργυρος.
Greek Monolingual
-ον, Α
πλούσιος σε άργυρο («πολυάργυροι πλάκες τῆς γῆς», Διοδ.).
Greek Monotonic
πολυάργῠρος: -ον, πλούσιος σε άργυρο, σε Ηρόδ.