πολύθεος: Difference between revisions

From LSJ

κορυδός ἐν ἀμούσοις φθέγγεται → a lark sings amid the songless | in the land of the blind, the one-eyed man is king | in the country of the blind, the one-eyed man is king | in the valley of the blind, the one-eyed man is king

Source
(33)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[πολύθεος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που έχει πολλούς θεούς (α. «πολύθεη [[θρησκεία]]» β. «μηδ' ἴδῃς μ' ἐξ ἑδρῶν πολυθέων ῥυσιασθεῖσαν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει σε πολλούς θεούς («πολυθεοτάτη γάρ, ὡς ὁρᾷς, ἡ [[ἐκκλησία]]», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που πιστεύει σε πολλούς θεούς, [[πολυθεϊστής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αποτελείται από πολλούς θεούς («[[πολύθεος]] [[θίασος]]», Φίλ.)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[δόξα]] [[πολύθεος]]» — η πολυθεΐα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πολυθέως</i>, ΜΑ<br />[[κατά]] τρόπο πολυθεϊστικό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[θεός]] (<b>πρβλ.</b> <i>ισό</i>-<i>θεος</i>)].
|mltxt=-η, -ο / [[πολύθεος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που έχει πολλούς θεούς (α. «πολύθεη [[θρησκεία]]» β. «μηδ' ἴδῃς μ' ἐξ ἑδρῶν πολυθέων ῥυσιασθεῖσαν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει σε πολλούς θεούς («πολυθεοτάτη γάρ, ὡς ὁρᾷς, ἡ [[ἐκκλησία]]», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που πιστεύει σε πολλούς θεούς, [[πολυθεϊστής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αποτελείται από πολλούς θεούς («[[πολύθεος]] [[θίασος]]», Φίλ.)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[δόξα]] [[πολύθεος]]» — η πολυθεΐα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πολυθέως</i>, ΜΑ<br />[[κατά]] τρόπο πολυθεϊστικό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[θεός]] (<b>πρβλ.</b> <i>ισό</i>-<i>θεος</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πολύθεος:''' -ον, αυτός που προέρχεται ή ανήκει σε πολλούς θεούς, σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 01:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύθεος Medium diacritics: πολύθεος Low diacritics: πολύθεος Capitals: ΠΟΛΥΘΕΟΣ
Transliteration A: polýtheos Transliteration B: polytheos Transliteration C: polytheos Beta Code: polu/qeos

English (LSJ)

ον,

   A of or belonging to many gods, ἕδρα A.Supp.424 (lyr.); ἐκκλησία Luc.JTr.14 (Sup.).    II believing in many gods, Procop.Arc.11; δόξα π. polytheism, Ph.1.41, al.    III consisting of many gods, θίασος, στῖφος, ib.609,426.

German (Pape)

[Seite 663] von vielen Göttern; ἕδραι, Aesch. Suppl. 419; ἐκκλησία πολυθεωτάτη, Luc. Iov. Trag. 14. – Auch der viele Götter annimmt, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πολύθεος: -ον, ὁ ἀνήκων εἰς πολλοὺς θεούς, ὁ ἔχων πολλοὺς θεούς, ἕδρα Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 424· ἐκκλησία πολυθεωτάτη, ἐκ πολλῶν θεῶν, Λουκ. ἐν Διῒ Τραγ. 14· ― δόξα π., ἡ πολυθεΐα, μνημονεύεται· ἐκ τοῦ Φίλωνος· ἡ π. τῶν Ἑλλήνων πλάνη Ἰω. Δαμασκ.· κλπ. Ἐπίρρ. -ως, Γρηγ. Ναζ. Ὁμιλ. 37. 611C, 3.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux nombreuses divinités.
Étymologie: πολύς, θεός.

Greek Monolingual

-η, -ο / πολύθεος, -ον, ΝΜΑ
1. αυτός που έχει πολλούς θεούς (α. «πολύθεη θρησκεία» β. «μηδ' ἴδῃς μ' ἐξ ἑδρῶν πολυθέων ῥυσιασθεῖσαν», Αισχύλ.)
2. αυτός που ανήκει σε πολλούς θεούς («πολυθεοτάτη γάρ, ὡς ὁρᾷς, ἡ ἐκκλησία», Λουκιαν.)
3. αυτός που πιστεύει σε πολλούς θεούς, πολυθεϊστής
αρχ.
1. αυτός που αποτελείται από πολλούς θεούς («πολύθεος θίασος», Φίλ.)
2. φρ. «δόξα πολύθεος» — η πολυθεΐα.
επίρρ...
πολυθέως, ΜΑ
κατά τρόπο πολυθεϊστικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + θεός (πρβλ. ισό-θεος)].

Greek Monotonic

πολύθεος: -ον, αυτός που προέρχεται ή ανήκει σε πολλούς θεούς, σε Αισχύλ.