πολυπειρία: Difference between revisions

From LSJ

ὑπόσχεσιν τὸ πρᾶγμα γενναίαν ἔχει → the affair holds a noble promise

Source
(33)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ [[πολύπειρος]]<br /><b>1.</b> ευρεία [[εμπειρία]], το να έχει [[κανείς]] πολλή [[πείρα]], να έχει πολλές εμπειρίες<br /><b>2.</b> η [[γνώση]] που αποκτάται με την [[πείρα]].
|mltxt=η, ΝΜΑ [[πολύπειρος]]<br /><b>1.</b> ευρεία [[εμπειρία]], το να έχει [[κανείς]] πολλή [[πείρα]], να έχει πολλές εμπειρίες<br /><b>2.</b> η [[γνώση]] που αποκτάται με την [[πείρα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πολῠπειρία:''' ἡ ([[πεῖρα]]), [[μεγάλη]] [[εμπειρία]], σε Θουκ.
}}
}}

Revision as of 01:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυπειρία Medium diacritics: πολυπειρία Low diacritics: πολυπειρία Capitals: ΠΟΛΥΠΕΙΡΙΑ
Transliteration A: polypeiría Transliteration B: polypeiria Transliteration C: polypeiria Beta Code: polupeiri/a

English (LSJ)

ἡ,

   A great experience, Th.1.71, Pl.Lg.811a, LXX Wi.8.8, D.S.5.1, Plu.Sol.2.

German (Pape)

[Seite 668] ἡ, viele oder große Erfahrung; καὶ πολυμαθία, Plat. Legg. VII, 819 a; Thuc. 1, 71; Sp., wie Plut. Sol. 2.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠπειρία: ἡ, πολλὴ πεῖρα, Θουκ. 1. 71, Πλάτ. Νόμ. 811A, κλπ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
grande expérience.
Étymologie: πολύς, πεῖρα.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ πολύπειρος
1. ευρεία εμπειρία, το να έχει κανείς πολλή πείρα, να έχει πολλές εμπειρίες
2. η γνώση που αποκτάται με την πείρα.

Greek Monotonic

πολῠπειρία: ἡ (πεῖρα), μεγάλη εμπειρία, σε Θουκ.