πολύπειρος
Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach
English (LSJ)
πολύπειρον, much-experienced, Parm. 1.34, Ar.Lys.1109, LXX Si.21.22, D.S.1.1 (Sup.), Sor.1.4; ἰατρῶν ὦ πολυπειρότατε Epigr.Gr.202 (Halic., from Cos). Adv. πολυπείρως = with much experience Sch.Theoc. 15.48.
German (Pape)
[Seite 668] vielerfahren, der viel Erfahrungen gemacht hat, sehr klug; Ar. Lys. 1109; in sp. Prosa, τὸ πολύπειρον τῶν πρεσβυτῶν, S. Emp. adv. math. 7, 323. – Adv., Schol. Theocr. 15, 48.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολύπειρος -ον [πολύς, πεῖρα] met veel ervaring.
Russian (Dvoretsky)
πολύπειρος: досл. многоопытный, перен. остроумный, ловкий Arph., Diod., Parmenides ap. Diog. L.
Spanish
Greek (Liddell-Scott)
πολύπειρος: -ον, ὁ ἔχων πολλὴν πεῖραν, Παρμεν. 53 Karst., Ἀριστοφ. Λυσ. 1109, Διόδ. 1. 1· ἰατρῶν ὦ πολυπειρότατε Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 202.
Greek Monolingual
-η, -ο / πολύπειρος, -ον ΝΜΑ
1. αυτός που έχει αποκτήσει πολλή πείρα, που έχει πολλές εμπειρίες («πολυταξιδεμένος και πολύπειρος»)
2. αυτός που έχει βαθιά γνώση λόγω της εμπειρίας του («πολύπειρος γιατρός»)
αρχ.
συνετός, φρόνιμος, («δεῖ δὴ νυνί σε γενέσθαι δυνήν... ἀγαυήν, πολύπειρον», Αριστοφ.).
επίρρ...
πολυπείρως Α
με πολλή πείρα, με πολλή γνώση, με πολλή σύνεση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -πειρος (< πείρα), πρβλ. άπειρος, έμπειρος].