πολύτλητος: Difference between revisions

From LSJ

φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air

Source
(33)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που υπέστη πολλές δοκιμασίες, [[πολλά]] βάσανα<br /><b>2.</b> [[άθλιος]], [[ελεεινός]] («γήραϊ πολυτλήτῳ βεβάρητο», Κόιντ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[τλητός]] (<b>πρβλ.</b> [[βαρύ]]-<i>τλητος</i>)].
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που υπέστη πολλές δοκιμασίες, [[πολλά]] βάσανα<br /><b>2.</b> [[άθλιος]], [[ελεεινός]] («γήραϊ πολυτλήτῳ βεβάρητο», Κόιντ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[τλητός]] (<b>πρβλ.</b> [[βαρύ]]-<i>τλητος</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πολύτλητος:''' -ον, αυτός που έχει υπομείνει [[πολλά]], [[δυστυχής]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}

Revision as of 01:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύτλητος Medium diacritics: πολύτλητος Low diacritics: πολύτλητος Capitals: ΠΟΛΥΤΛΗΤΟΣ
Transliteration A: polýtlētos Transliteration B: polytlētos Transliteration C: polytlitos Beta Code: polu/tlhtos

English (LSJ)

ον,

   A having borne much, miserable, γέροντες Od.11.38, cf. Orph.Fr.354, Q.S.1.135, al.; also ὠδίνεσσι πολυτλήτοισι Id.11.25; γῆρας Id.2.341.

German (Pape)

[Seite 675] Vieles erduldet od. bestanden habend, γέροντες, Od. 11, 38; βροτοί, unglücklich, Maneth. 2, 398; – auch πολυτλήτη, Qu. Sm. 11, 25.

Greek (Liddell-Scott)

πολύτλητος: -ον, (τλῆναι) ὁ πολλὰ ὑπομείνας, ἄθλιος, ἐλεεινός, (πρβλ. πολύτλας), γέροντες Ὀδ. Λ. 38· ὡσαύτως, ὠδίνεσσι πολυτλήτῃσι Κόϊντ. Σμ. 11. 25.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a beaucoup souffert.
Étymologie: πολύς, τλάω.

English (Autenrieth)

having endured or suffered much, Od. 11.38†.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που υπέστη πολλές δοκιμασίες, πολλά βάσανα
2. άθλιος, ελεεινός («γήραϊ πολυτλήτῳ βεβάρητο», Κόιντ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + τλητός (πρβλ. βαρύ-τλητος)].

Greek Monotonic

πολύτλητος: -ον, αυτός που έχει υπομείνει πολλά, δυστυχής, σε Ομήρ. Οδ.