προπαρασκευάζω: Difference between revisions
Λυποῦντα λύπει, καὶ φιλοῦνθ' ὑπερφίλει → Illata mala repende; amantem magis ama → Den kränke, der dich kränkt, und liebe den, der liebt
(34) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΝΜΑ<br />[[παρασκευάζω]] εκ τών προτέρων, [[προετοιμάζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />([[κυρίως]] για [[συμμετοχή]] σε εξετάσεις) [[προπαιδεύω]], [[προετοιμάζω]] με μαθήματα κάποιον. | |mltxt=ΝΜΑ<br />[[παρασκευάζω]] εκ τών προτέρων, [[προετοιμάζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />([[κυρίως]] για [[συμμετοχή]] σε εξετάσεις) [[προπαιδεύω]], [[προετοιμάζω]] με μαθήματα κάποιον. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''προπαρασκευάζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[ετοιμάζω]] εκ των προτέρων, σε Θουκ. κ.λπ. — Μέσ., [[ετοιμάζω]], [[παρασκευάζω]] για τον εαυτό μου, στον ίδ. — Παθ., ἐκ [[πολλοῦ]] προπαρασκευασμένοι, στον ίδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:44, 30 December 2018
English (LSJ)
A prepare beforehand, ἔρια Pl.R.429d, cf.Plt.308d; πάντα τινί X.Mem.2.2.5; τὰς γνώμας Th.2.88; τι πρὸς τὴν τροφήν Arist.HA613a4:—Med., prepare for oneself, ἐντάφια Is.8.38; ταῦτα περὶ τοὺς Ποτειδεάτας π. Th.1.57; π. τὸν ὅμιλον for one's purposes, D.C.38.13: abs., make one's preparations, Aen.Tact.11.14, Plu.Eum. 6:—Pass., ἐκ πολλοῦ προπαρεσκευασμένοι, εἴ ποτε πολεμήσονται Th.1.68.
German (Pape)
[Seite 738] vorher wozu bereiten; ἐκ πολλοῦ προπαρεσκευασμένοι, Thuc. 1, 68; Plat. Rep. IV, 429 d; auch med., ἐντάφια, Isae. 8, 38; Sp., wie Luc. tyrann. 21.
Greek (Liddell-Scott)
προπαρασκευάζω: παρασκευάζω πρότερον, ἔρια, μαλλίον πρὸς βαφήν, Πλάτ. Πολιτ. 308D, πρβλ. Πολ. 429D πάντα τινὶ Ξεν. Ἀπομν. 2. 2, 5· πρ. τὰς γνώμας Θουκ. 2. 88· τι πρὸς τὴν τροφὴν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 7, 5. ― Μέσ., παρασκευάζω δι’ ἐμαυτόν, ἐντάφια Ἰσαῖ. 73. 15, πρβλ. Πλουτ. Εὐμ. 6· ταῦτα περὶ τοὺς Ποτιδαιάτας πρ. Θουκ. 1. 57· πρ. τὸν ὅμιλον, πρὸς ἴδιον σκοπόν, Δίων Κ. 38. 13. ― Παθητ., ἐκ πολλοῦ προπαρεσκευασμένοι, εἴ ποτε πολεμήσονται Θουκ. 1. 68.
French (Bailly abrégé)
préparer d’avance, acc.;
Moy. προπαρασκευάζομαι préparer d’avance pour soi, acc..
Étymologie: πρό, παρασκευάζω.
Greek Monolingual
ΝΜΑ
παρασκευάζω εκ τών προτέρων, προετοιμάζω
νεοελλ.
(κυρίως για συμμετοχή σε εξετάσεις) προπαιδεύω, προετοιμάζω με μαθήματα κάποιον.
Greek Monotonic
προπαρασκευάζω: μέλ. -σω, ετοιμάζω εκ των προτέρων, σε Θουκ. κ.λπ. — Μέσ., ετοιμάζω, παρασκευάζω για τον εαυτό μου, στον ίδ. — Παθ., ἐκ πολλοῦ προπαρασκευασμένοι, στον ίδ.