προσδιαλέγομαι: Difference between revisions
ἀδύνατον καὶ οὐκ ἀνθρώπειον → not for man to attempt
(34) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΜΑ<br /><b>1.</b> [[συνδιαλέγομαι]], [[συνομιλώ]]<br /><b>2.</b> [[προσφωνώ]], [[προσαγορεύω]]<br /><b>3.</b> συναλλάσσομαι με κάποιον. | |mltxt=ΜΑ<br /><b>1.</b> [[συνδιαλέγομαι]], [[συνομιλώ]]<br /><b>2.</b> [[προσφωνώ]], [[προσαγορεύω]]<br /><b>3.</b> συναλλάσσομαι με κάποιον. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''προσδιαλέγομαι:''' αποθ., [[απαντώ]] σε [[συζήτηση]] ή [[λογομαχία]], σε Ηρόδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:20, 31 December 2018
English (LSJ)
A answer in conversation or disputation, διαλεγομένῳ οὐ προσδιελέγετο Hdt.3.50, cf. 52, Pl.Tht.161b, Eus.Mynd.1; ὁ προσδιαλεγόμενος Pl.Prt.342e, Sph.218a, Arist.SE165b15. 2 simply, hold converse with, θεοῖς π. εὐχαῖς Pl.Lg.887e; negotiate with, τοῖς ἀνθρώποις PSI4.344.3,7 (iii B.C.).
German (Pape)
[Seite 755] (s. λέγω), sich unterreden, τινί, mit Einem, indem man auf seine Fragen antwortet; διαλεγομένῳ οὐ προσδιαλέγεσθαι, dem Anredenden nicht antworten, Her. 3, 50; ὁ προσδιαλεγόμενος, der, mit dem man sich unterhält, und der auf die Fragen antwortet, Plat. Soph. 217 c Theaet. 161 b u. öfter; auch = anreden, θεοῖς εὐχαῖς προσδιαλεγόμενοι καὶ ἱκετείαις, Legg. X, 887 e; Sp., wie Plut. Pyrrh. 16.
Greek (Liddell-Scott)
προσδιαλέγομαι: ἀποθ., ἀποκρίνομαι ἐν διαλόγῳ ἢ συζητήσει, διαλεγομένῳ οὐ προσδιελέγετο Ἡρόδ. 3. 50, πρβλ. 52, Πλάτ. Θεαίτ. 161Β· ὁ προσδιαλεγόμενος ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 342Ε, ἐν Σοφιστ. 218Α. 2) ἁπλῶς, διαλέγομαι πρός τινα, θεοῖς πρ. εὐχαῖς ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 887Ε. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 441.
French (Bailly abrégé)
f. προσδιαλέξομαι, ao. προσδιελέχθην, etc.
s’entretenir avec, particul. répondre à (dans une conversation ou une discussion), τινι.
Étymologie: πρός, διαλέγομαι.
Greek Monolingual
ΜΑ
1. συνδιαλέγομαι, συνομιλώ
2. προσφωνώ, προσαγορεύω
3. συναλλάσσομαι με κάποιον.
Greek Monotonic
προσδιαλέγομαι: αποθ., απαντώ σε συζήτηση ή λογομαχία, σε Ηρόδ.