προσδιδάσκω: Difference between revisions

From LSJ

εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)

Source
(34)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />[[διδάσκω]] κάποιον επί [[πλέον]] («σμικρὸν [[τοίνυν]] με... ἔτι προσδίδαξον», <b>Πλάτ.</b>).
|mltxt=Α<br />[[διδάσκω]] κάποιον επί [[πλέον]] («σμικρὸν [[τοίνυν]] με... ἔτι προσδίδαξον», <b>Πλάτ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''προσδῐδάσκω:''' μέλ. <i>-άξω</i>, [[διδάσκω]] [[επιπλέον]], σε Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 21:00, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσδῐδάσκω Medium diacritics: προσδιδάσκω Low diacritics: προσδιδάσκω Capitals: ΠΡΟΣΔΙΔΑΣΚΩ
Transliteration A: prosdidáskō Transliteration B: prosdidaskō Transliteration C: prosdidasko Beta Code: prosdida/skw

English (LSJ)

   A teach besides, σμικρὸν π. τινά Pl.Chrm.173d; π. ἀγαθὰ καὶ προσμανθάνειν Men.553.4:—Pass., Ph.2.473 codd.

German (Pape)

[Seite 756] (s. διδάσκω), dazu lehren, σμικρόν με ἔτι προσδίδαξον Plat. Charm. 173 d.

Greek (Liddell-Scott)

προσδῐδάσκω: διδάσκω προσέτι, σμικρὸν πρ. τινὰ Πλάτ. Χαρμ. 173D· πρ. ἀγαθὰ καὶ προσμανθάνειν Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 22.

French (Bailly abrégé)

instruire en outre.
Étymologie: πρός, διδάσκω.

Greek Monolingual

Α
διδάσκω κάποιον επί πλέον («σμικρὸν τοίνυν με... ἔτι προσδίδαξον», Πλάτ.).

Greek Monotonic

προσδῐδάσκω: μέλ. -άξω, διδάσκω επιπλέον, σε Πλάτ.