προσεγείρω: Difference between revisions

From LSJ

Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher

Menander, Monostichoi, 250
(34)
(4)
Line 12: Line 12:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ [[ἐγείρω]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>προσεγείρομαι</i><br />σηκώνομαι από σεβασμό [[μπροστά]] σε κάποιον και του [[παραχωρώ]] τη [[θέση]] μου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σηκώνω]], [[υψώνω]] («προσεγείρειν [[στέρνον]]», Φιλόστρ.)<br /><b>2.</b> [[διεγείρω]], [[ερεθίζω]], [[παροξύνω]].
|mltxt=ΜΑ [[ἐγείρω]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>προσεγείρομαι</i><br />σηκώνομαι από σεβασμό [[μπροστά]] σε κάποιον και του [[παραχωρώ]] τη [[θέση]] μου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σηκώνω]], [[υψώνω]] («προσεγείρειν [[στέρνον]]», Φιλόστρ.)<br /><b>2.</b> [[διεγείρω]], [[ερεθίζω]], [[παροξύνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''προσεγείρω:''' (pf. [[προσεγρήγορα]]) держать в бодрствующем состоянии, не давать уснуть (τινά Arst.).
}}
}}

Revision as of 03:08, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσεγείρω Medium diacritics: προσεγείρω Low diacritics: προσεγείρω Capitals: ΠΡΟΣΕΓΕΙΡΩ
Transliteration A: prosegeírō Transliteration B: prosegeirō Transliteration C: prosegeiro Beta Code: prosegei/rw

English (LSJ)

   A lift up, στέρνον Philostr.Gym.35.    II stimulate, excite, αὐλῷ τινα ib.55, cf. VS2.9.2; cf. προσεγρήγορα.

Greek Monolingual

ΜΑ ἐγείρω
μσν.
μέσ. προσεγείρομαι
σηκώνομαι από σεβασμό μπροστά σε κάποιον και του παραχωρώ τη θέση μου
αρχ.
1. σηκώνω, υψώνω («προσεγείρειν στέρνον», Φιλόστρ.)
2. διεγείρω, ερεθίζω, παροξύνω.

Russian (Dvoretsky)

προσεγείρω: (pf. προσεγρήγορα) держать в бодрствующем состоянии, не давать уснуть (τινά Arst.).