προσκτίζω: Difference between revisions
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)
(35) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br />[[κτίζω]]<br /><b>1.</b> [[κτίζω]] ή [[ιδρύω]] επί [[πλέον]] («πόλιν δὲ... ᾤκουν [[παντάπασι]] μικράν, προσέκτισε δὲ αὐτοῑς... [[ἄλλην]] ἣν νέαν καλοῡσιν», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>προσκτίζομαι</i><br />καθιερώνομαι επί [[πλέον]] («τῶν προσεκτισμένων αὐτοῡ ἄλλων ἡμερῶν δύο», πάπ.). | |mltxt=Α<br />[[κτίζω]]<br /><b>1.</b> [[κτίζω]] ή [[ιδρύω]] επί [[πλέον]] («πόλιν δὲ... ᾤκουν [[παντάπασι]] μικράν, προσέκτισε δὲ αὐτοῑς... [[ἄλλην]] ἣν νέαν καλοῡσιν», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>προσκτίζομαι</i><br />καθιερώνομαι επί [[πλέον]] («τῶν προσεκτισμένων αὐτοῡ ἄλλων ἡμερῶν δύο», πάπ.). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''προσκτίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[χτίζω]] ή [[ιδρύω]] [[επιπλέον]], <i>πόλιν</i>, σε Στράβ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:28, 31 December 2018
English (LSJ)
A build or found besides, αὐτοῖς ἄλλην πόλιν Str.3.5.3; τὰς Θήβας τῇ Καδμείᾳ Id.9.2.3:—Pass., J.BJ5.4.2; ὄρει ib.3.7.7; τῶν προσεκτισμένων αὐτοῦ ἄλλων ἡμερῶν δύο the two additional festivaldays founded in his honour, Sammelb.7457.39 (Ptolemaic).
German (Pape)
[Seite 771] noch dazu bauen, gründen; Strab. 3, 5, 3; Tzetz. ad Lycophr. 838.
Greek (Liddell-Scott)
προσκτίζω: κτίζω προσέτι, πόλιν Στράβ. 169˙ τὰς Θήβας τῇ Καδμείᾳ ὁ αὐτ. 401.
French (Bailly abrégé)
fonder en outre.
Étymologie: πρός, κτίζω.
Greek Monolingual
Α
κτίζω
1. κτίζω ή ιδρύω επί πλέον («πόλιν δὲ... ᾤκουν παντάπασι μικράν, προσέκτισε δὲ αὐτοῑς... ἄλλην ἣν νέαν καλοῡσιν», Στράβ.)
2. παθ. προσκτίζομαι
καθιερώνομαι επί πλέον («τῶν προσεκτισμένων αὐτοῡ ἄλλων ἡμερῶν δύο», πάπ.).
Greek Monotonic
προσκτίζω: μέλ. -σω, χτίζω ή ιδρύω επιπλέον, πόλιν, σε Στράβ.