προσωδός: Difference between revisions
From LSJ
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
(35) |
m (Text replacement - "Πολυδ" to "Πολυδ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-όν, Α<br /><b>1.</b> αυτός που άδει ή ηχεί σε [[συμφωνία]], [[αρμονικός]] («προσῳδὰ ὄργανα» — όργανα τα οποία, κρουόμενα με [[πλήκτρο]], συνοδεύονταν από [[άσμα]], <b> | |mltxt=-όν, Α<br /><b>1.</b> αυτός που άδει ή ηχεί σε [[συμφωνία]], [[αρμονικός]] («προσῳδὰ ὄργανα» — όργανα τα οποία, κρουόμενα με [[πλήκτρο]], συνοδεύονταν από [[άσμα]], <b>Πολυδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που [[είναι]] [[σύμφωνος]] με κάποιον ή με [[κάτι]] («προσῳδὸς ἡ [[τύχη]] τὠμῷ πάθει», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ῳδός</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ᾠδή</i>), [[πρβλ]] <i>ἐπ</i>-<i>ῳδός</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 19:00, 28 March 2021
Greek Monolingual
-όν, Α
1. αυτός που άδει ή ηχεί σε συμφωνία, αρμονικός («προσῳδὰ ὄργανα» — όργανα τα οποία, κρουόμενα με πλήκτρο, συνοδεύονταν από άσμα, Πολυδ.)
2. μτφ. αυτός που είναι σύμφωνος με κάποιον ή με κάτι («προσῳδὸς ἡ τύχη τὠμῷ πάθει», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + -ῳδός (< ᾠδή), πρβλ ἐπ-ῳδός].