προσυπογράφω: Difference between revisions
Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
(35) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΝΑ [[ὑπογράφω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[υπογράφω]] [[μαζί]] με άλλους, [[συνυπογράφω]] («το [[έγγραφο]] προσυπέγραψαν και τα [[μέλη]] του συμβουλίου που ήταν απόντα στην προηγούμενη [[συνεδρίαση]]»)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[εγκρίνω]], [[αποδέχομαι]] απολύτως [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σχεδιάζω]] [[κάτι]] [[ακόμη]]<br /><b>2.</b> [[επισυνάπτω]] [[κάτι]]<br /><b>3.</b> [[προσθέτω]] [[κάτι]] [[καθώς]] [[γράφω]]. | |mltxt=ΝΑ [[ὑπογράφω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[υπογράφω]] [[μαζί]] με άλλους, [[συνυπογράφω]] («το [[έγγραφο]] προσυπέγραψαν και τα [[μέλη]] του συμβουλίου που ήταν απόντα στην προηγούμενη [[συνεδρίαση]]»)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[εγκρίνω]], [[αποδέχομαι]] απολύτως [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σχεδιάζω]] [[κάτι]] [[ακόμη]]<br /><b>2.</b> [[επισυνάπτω]] [[κάτι]]<br /><b>3.</b> [[προσθέτω]] [[κάτι]] [[καθώς]] [[γράφω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προσυπογράφω:''' (ᾰ) сверх того описывать, еще очерчивать (τι Diog. L.). | |||
}} | }} |
Revision as of 03:04, 1 January 2019
English (LSJ)
[ᾰ],
A sketch out besides, τι τῇ διανοίᾳ Longin. 14.2, cf. Ph.1.577, D.L.6.103: abs., Ph.1.590. II subjoin, Ptol. Phas.p.10 H.; add below in writing, PMag.Lond.121.804.
German (Pape)
[Seite 785] noch dazu oder mit darunter schreiben, einen Umriß entwerfen, Longin. 14, 2.
Greek (Liddell-Scott)
προσυπογράφω: [ᾰ], σχεδιάζω προσέτι, Λογγῖν. 14, Φίλων 1. 590, Διογ. Λ. 6. 103.
Greek Monolingual
ΝΑ ὑπογράφω
νεοελλ.
1. υπογράφω μαζί με άλλους, συνυπογράφω («το έγγραφο προσυπέγραψαν και τα μέλη του συμβουλίου που ήταν απόντα στην προηγούμενη συνεδρίαση»)
2. μτφ. εγκρίνω, αποδέχομαι απολύτως κάτι
αρχ.
1. σχεδιάζω κάτι ακόμη
2. επισυνάπτω κάτι
3. προσθέτω κάτι καθώς γράφω.
Russian (Dvoretsky)
προσυπογράφω: (ᾰ) сверх того описывать, еще очерчивать (τι Diog. L.).