προτεύχω: Difference between revisions

From LSJ

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source
(35)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] εκ τών προτέρων<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>προτεύχομαι</i><br />(<b>ποιητ. τ.</b>) [[έρχομαι]] στο φως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[τεύχω]] «[[κατασκευάζω]]»].
|mltxt=ΜΑ<br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] εκ τών προτέρων<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>προτεύχομαι</i><br />(<b>ποιητ. τ.</b>) [[έρχομαι]] στο φως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[τεύχω]] «[[κατασκευάζω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''προτεύχω:''' κάνω [[κάτι]] εκ των προτέρων — Παθ., απαρ. παρακ. [[προτετύχθαι]], έχω συμβεί από [[πριν]], [[γίνομαι]] [[προτού]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}

Revision as of 01:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προτεύχω Medium diacritics: προτεύχω Low diacritics: προτεύχω Capitals: ΠΡΟΤΕΥΧΩ
Transliteration A: proteúchō Transliteration B: proteuchō Transliteration C: proteycho Beta Code: proteu/xw

English (LSJ)

in pf. inf. Pass. προτετύχθαι,

   A to have happened beforehand, to be past, τὰ μὲν π. ἐάσομεν Il.16.60, 18.112.    II to be brought to light, πρὸ γάρ τ' ἀναφανδὰ τέτυκται A.R.4.84.

German (Pape)

[Seite 792] (s. τεύχω), vorher verfertigen; Hom. perf. pass., ἀλλὰ τὰ μὲν προτετύχθαι ἐάσομεν, Il. 16, 60. 18, 112. 19, 65.

Greek (Liddell-Scott)

προτεύχω: κάμνω ἐκ τῶν προτέρων, Τζέτζ. πρὸ Ὁμ.380. - παθ. πρκμ. ἀπαρ. προτετύχθαι, προγεγονέναι, Ἰλ. 60, Σ. 112, Τ. 65.

French (Bailly abrégé)

faire ou fabriquer auparavant ; à l’inf. pf. Pass. προτετύχθαι IL être fait avant.
Étymologie: πρό, τεύχω.

English (Autenrieth)

pass. perf. inf. προτετύχθαι: perf. pass., be past and done, let ‘by-gones by by-gones.’ (Il.)

Greek Monolingual

ΜΑ
1. κάνω κάτι εκ τών προτέρων
2. παθ. προτεύχομαι
(ποιητ. τ.) έρχομαι στο φως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + τεύχω «κατασκευάζω»].

Greek Monotonic

προτεύχω: κάνω κάτι εκ των προτέρων — Παθ., απαρ. παρακ. προτετύχθαι, έχω συμβεί από πριν, γίνομαι προτού, σε Ομήρ. Ιλ.