πρωτουργός: Difference between revisions

From LSJ

ὀλίγοι τινὲς ὧν ἐντετύχηκα → a very few whom I've met

Source
(35)
(nl)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ό / [[πρωτουργός]], -όν, ΝΑ<br />αυτός που [[πρώτος]] δημιουργεί ή δημιούργησε [[κάτι]], που [[πρώτος]] κάνει ή έκανε [[κάτι]], ο [[πρωτεργάτης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>συνεκδ.</b> ο [[πρώτος]] [[αίτιος]], ο [[πρωταίτιος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αρχικός]], [[αρχέγονος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πρωτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i>].
|mltxt=-ό / [[πρωτουργός]], -όν, ΝΑ<br />αυτός που [[πρώτος]] δημιουργεί ή δημιούργησε [[κάτι]], που [[πρώτος]] κάνει ή έκανε [[κάτι]], ο [[πρωτεργάτης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>συνεκδ.</b> ο [[πρώτος]] [[αίτιος]], ο [[πρωταίτιος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αρχικός]], [[αρχέγονος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πρωτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i>].
}}
{{elnl
|elnltext=πρωτουργός -όν [πρῶτος, ἔργον] als eerste werkend, primair:. πρωτουργοὶ κινήσεις primaire bewegingen Plat. Lg. 897a.
}}
}}

Revision as of 10:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρωτουργός Medium diacritics: πρωτουργός Low diacritics: πρωτουργός Capitals: ΠΡΩΤΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: prōtourgós Transliteration B: prōtourgos Transliteration C: protourgos Beta Code: prwtourgo/s

English (LSJ)

όν,

   A primary, κινήσεις Pl.Lg.897a, cf. Iamb.Myst.1.5, al.; ἔρωτος ἀρχή Procl.in Alc. p.32 C.; ζωή Iamb.Protr.3, cf. Jul.Or. 4.150b.

Greek (Liddell-Scott)

πρωτουργός: -όν, (*ἔργω) ὁ πρῶτος ἐνεργήσας τι, ὁ πρῶτος αἴτιος ἔργου τινός, Πλάτ. Νόμ. 897Α, Πρόκλ., κλπ.

Greek Monolingual

-ό / πρωτουργός, -όν, ΝΑ
αυτός που πρώτος δημιουργεί ή δημιούργησε κάτι, που πρώτος κάνει ή έκανε κάτι, ο πρωτεργάτης
νεοελλ.
συνεκδ. ο πρώτος αίτιος, ο πρωταίτιος
αρχ.
αρχικός, αρχέγονος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + -ουργός].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρωτουργός -όν [πρῶτος, ἔργον] als eerste werkend, primair:. πρωτουργοὶ κινήσεις primaire bewegingen Plat. Lg. 897a.