πτωχόμουσος: Difference between revisions
From LSJ
Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut
(35) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει [[φυσικά]] πνευματικά χαρίσματα [[αλλά]] [[είναι]] [[φτωχός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πτωχός]] <span style="color: red;">+</span> [[μοῦσα]] (<b>πρβλ.</b> [[κακό]]-<i>μουσος</i>)]. | |mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει [[φυσικά]] πνευματικά χαρίσματα [[αλλά]] [[είναι]] [[φτωχός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πτωχός]] <span style="color: red;">+</span> [[μοῦσα]] (<b>πρβλ.</b> [[κακό]]-<i>μουσος</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πτωχόμουσος:''' ὁ, [[ζητιάνος]] [[ποιητής]], σε Γοργία παρ' Αριστ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:12, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A living (or rather starving) by his wits, κόλαξ Gorg.Fr.15 (πτωχομουσοκόλακας cj. Vahlen).
German (Pape)
[Seite 813] ὁ, ein Betteldichter, κόλαξ, Gorgias bei Arist. rhet. 3, 3.
Greek (Liddell-Scott)
πτωχόμουσος: -ον, ὁ Ἀριστ. ἐν Ρητ. 3. 3. 1 μνημονεύει τὴν φράσιν, πτ. κόλαξ ἐκ τοῦ Γοργίου χαρακτηρίζων αὐτὴν ὡς ψυχράν· ἡ σημασία ἀμφίβ.· ἴσως, ὁ ζῶν (ἢ μᾶλλον πεινῶν, λιμώττων) ἐκ τῆς εὐφυΐας του.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
ingénieux pour mendier.
Étymologie: πτωχός, μοῦσα.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει φυσικά πνευματικά χαρίσματα αλλά είναι φτωχός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτωχός + μοῦσα (πρβλ. κακό-μουσος)].