πυράμινος: Difference between revisions

From LSJ

Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt

Menander, Monostichoi, 108
(35)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=και σπυράμενος, -η, -ον, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) αυτός που αποτελείται από [[σιτάρι]], [[σιταρένιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πυρός]] «[[σιτάρι]]» ([[αντί]] του [[πύρινος]] ΙΙ), [[κατά]] τα <i>κυ</i>-<i>άμινος</i>, <i>σησ</i>-<i>άμινος</i> (<b>πρβλ.</b> [[κριθάμινος]]: [[κρίθινος]]: [[κριθή]])].
|mltxt=και σπυράμενος, -η, -ον, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) αυτός που αποτελείται από [[σιτάρι]], [[σιταρένιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πυρός]] «[[σιτάρι]]» ([[αντί]] του [[πύρινος]] ΙΙ), [[κατά]] τα <i>κυ</i>-<i>άμινος</i>, <i>σησ</i>-<i>άμινος</i> (<b>πρβλ.</b> [[κριθάμινος]]: [[κρίθινος]]: [[κριθή]])].
}}
{{elru
|elrutext='''πῡράμινος:''' пшеничный ([[ἀθήρ]] Hes.).
}}
}}

Revision as of 08:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῡράμῐνος Medium diacritics: πυράμινος Low diacritics: πυράμινος Capitals: ΠΥΡΑΜΙΝΟΣ
Transliteration A: pyráminos Transliteration B: pyraminos Transliteration C: pyraminos Beta Code: pura/minos

English (LSJ)

[ᾰ], η, ον, (πυρός) poet. for πύρινος, as κριθάμινος for κρίθινος,

   A wheaten, ἀθέρες Hes.Fr.117; ἄλευρα Polyaen.4.3.32; cf. σπυραμινός.

German (Pape)

[Seite 820] poet. = πύρινος, von Weizen; Hes. frg. 2, 2; vgl. Polyaen. 4, 3, 32 u. κριθάμινος.

Greek (Liddell-Scott)

πῡράμῐνος: [ᾰ], -η, -ον, (πυρὸς) ποιητ. ἀντὶ πύρινος, ὡς τὸ κριθάμινος ἀντὶ κρίθινος, ὁ ἐκ σίτου, σίτινος, ἀθέρες Ἡσ. Ἀπόσπ. 2. 2· ἄλευρα Πολύαιν. 4. 3, 32.

Greek Monolingual

και σπυράμενος, -η, -ον, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που αποτελείται από σιτάρι, σιταρένιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρός «σιτάρι» (αντί του πύρινος ΙΙ), κατά τα κυ-άμινος, σησ-άμινος (πρβλ. κριθάμινος: κρίθινος: κριθή)].

Russian (Dvoretsky)

πῡράμινος: пшеничный (ἀθήρ Hes.).