πτωχόκομπος: Difference between revisions

From LSJ

ἡμῶν δ' ὅσα καὶ τὰ σώματ' ἐστὶ τὸν ἀριθμὸν καθ' ἑνός, τοσούτους ἔστι καὶ τρόπους ἰδεῖνwhatever number of persons there are, the same will be found the number of minds and of characters

Source
(35)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Μ<br />[[πτωχαλαζόνας]], [[ψωροπερήφανος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πτωχός]] <span style="color: red;">+</span> [[κόμπος]] (Ι) «[[κομπασμός]]» (<b>πρβλ.</b> <i>ματαιό</i>-<i>κομπος</i>)].
|mltxt=ὁ, Μ<br />[[πτωχαλαζόνας]], [[ψωροπερήφανος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πτωχός]] <span style="color: red;">+</span> [[κόμπος]] (Ι) «[[κομπασμός]]» ([[πρβλ]]. [[ματαιόκομπος]])].
}}
}}

Latest revision as of 16:05, 11 May 2023

Greek (Liddell-Scott)

πτωχόκομπος: -ον, κομπάζων ἢ καυχώμενος ἐπὶ τῇ ἐπαιτείᾳ, Βυζ.

Greek Monolingual

ὁ, Μ
πτωχαλαζόνας, ψωροπερήφανος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτωχός + κόμπος (Ι) «κομπασμός» (πρβλ. ματαιόκομπος)].