πυρεύς: Difference between revisions
From LSJ
(35) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-έως, ὁ, Α [[πυρεύω]]<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i><br /><b>1.</b> [[εμπρηστής]], [[πυρπολητής]]<br /><b>2.</b> [[σκεύος]] που αντέχει στη [[φωτιά]]. | |mltxt=-έως, ὁ, Α [[πυρεύω]]<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i><br /><b>1.</b> [[εμπρηστής]], [[πυρπολητής]]<br /><b>2.</b> [[σκεύος]] που αντέχει στη [[φωτιά]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πῠρεύς:''' -έως, ὁ ([[πῦρ]]), ανθεκτικό στη [[φωτιά]] [[σκεύος]], πυρίμαχο [[σκεύος]], σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:56, 30 December 2018
English (LSJ)
έως, ὁ, (πῦρ)
A one who lights fire or burns, Hsch. (pl.); πυρις (sic), = flamines, Gloss. (fort. ἱερεῖς). II fire-proof vessel, cj. in AP13.13.
German (Pape)
[Seite 821] ὁ, der Feuer Anzündende, Hesych. – Ein sonst unbekanntes Gefäß, πυρῆ' ἀνέθηκε, Ep. ad. 119 (XIII, 13).
Greek (Liddell-Scott)
πῠρεύς: έως, ὁ, (πῦρ), πυρπολητής, Ἡσύχ. ΙΙ. σκεῦος ἀντέχον εἰς τὸ πῦρ, Ἀνθ. Π. 13. 13.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
sorte de réchaud.
Étymologie: πῦρ.
Greek Monolingual
-έως, ὁ, Α πυρεύω
(κατά τον Ησύχ.)
1. εμπρηστής, πυρπολητής
2. σκεύος που αντέχει στη φωτιά.
Greek Monotonic
πῠρεύς: -έως, ὁ (πῦρ), ανθεκτικό στη φωτιά σκεύος, πυρίμαχο σκεύος, σε Ανθ.