ῥαβδοφόρος: Difference between revisions

From LSJ

διαμεμαστιγωμένην καὶ οὐλῶν μεστὴν ὑπὸ ἐπιορκιῶν καὶ ἀδικίας → striped all over with the scourge, and a mass of wounds, the work of perjuries and injustice

Source
(35)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο / [[ῥαβδοφόρος]], -ον, ΝΜΑ, και ποιητ. τ. [[ῥαβδηφόρος]], -ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που φέρει ράβδο<br /><b>2.</b> (στην αρχ. Αθήνα, στη [[Ρώμη]] και την Αίγυπτο) (<b>το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οι ραβδοφόροι</i><br />οι ραβδούχοι («[[ἦσαν]] ἐπὶ τῆς θυμέλης ῥαβδοφόροι τινές πρὸς εὐταξίαν τῶν θεατῶν», Σχόλ. <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ([[κυρίως]] στον τ. [[ῥαβδηφόρος]]) αυτός που κρατά τον θύρσο, [[δηλαδή]] [[ραβδί]] περιτυλιγμένο με φύλλα κισσού ή αμπελιού που είχε στην [[κορυφή]] του [[κουκουνάρι]] από [[πεύκο]] και το οποίο ως διονυσιακό [[έμβλημα]] κρατούσαν στις πανηγυρικές πομπές οι λάτρεις του Βάκχου<br /><b>2.</b> <b>αστρολ.</b> [[χαρακτηρισμός]] τών πλανητών («τὰ μέν... ζῴδια θεοὺς βαλαίους προσηγόρευσαν, τοὺς δὲ πλανήτας ῥαβδοφόρους», Σχόλ. Απολλ. Ρόδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥάβδος]]<b>βλ. λ.</b> <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]]].
|mltxt=-α, -ο / [[ῥαβδοφόρος]], -ον, ΝΜΑ, και ποιητ. τ. [[ῥαβδηφόρος]], -ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που φέρει ράβδο<br /><b>2.</b> (στην αρχ. Αθήνα, στη [[Ρώμη]] και την Αίγυπτο) (<b>το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οι ραβδοφόροι</i><br />οι ραβδούχοι («[[ἦσαν]] ἐπὶ τῆς θυμέλης ῥαβδοφόροι τινές πρὸς εὐταξίαν τῶν θεατῶν», Σχόλ. <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ([[κυρίως]] στον τ. [[ῥαβδηφόρος]]) αυτός που κρατά τον θύρσο, [[δηλαδή]] [[ραβδί]] περιτυλιγμένο με φύλλα κισσού ή αμπελιού που είχε στην [[κορυφή]] του [[κουκουνάρι]] από [[πεύκο]] και το οποίο ως διονυσιακό [[έμβλημα]] κρατούσαν στις πανηγυρικές πομπές οι λάτρεις του Βάκχου<br /><b>2.</b> <b>αστρολ.</b> [[χαρακτηρισμός]] τών πλανητών («τὰ μέν... ζῴδια θεοὺς βαλαίους προσηγόρευσαν, τοὺς δὲ πλανήτας ῥαβδοφόρους», Σχόλ. Απολλ. Ρόδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥάβδος]]<b>βλ. λ.</b> <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ῥαβδοφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), = [[ῥαβδοῦχος]], σε Πολύβ.
}}
}}

Revision as of 20:36, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥαβδοφόρος Medium diacritics: ῥαβδοφόρος Low diacritics: ραβδοφόρος Capitals: ΡΑΒΔΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: rhabdophóros Transliteration B: rhabdophoros Transliteration C: ravdoforos Beta Code: r(abdofo/ros

English (LSJ)

(parox.), ον,

   A carrying a rod or staff:    1 = ῥαβδοῦχος 2, at Athens, a sort of beadle or constable, Sch.Ar.Pax733 (pl.); in Egypt, PSI4.332.11 (iii B.C.), PPetr.3p.340 (iii B.C.), PCair.Zen.753.73 (pl., iii B.C.); of officials at games, IG7.3078 (Lebad., i B.C.); in the mysteries, ib.5(1).1390.41 (Andania, i B.C.); at Rome, lictor, Plb.10.32.2.    2 Astrol., of the planets (ἥλιος being the βασιλεύς), Sch.A.R.4.262, cf. S.E.M. 5.31.

German (Pape)

[Seite 830] eine Ruthe, einen Stab tragend, bes. ein Polizei- od. Gerichtsdiener, der, wie der Lictor, ein Ruthenbündel, fasces, od. einen Stab trägt; Pol. 10, 32, 2; D. Hal. 3, 61 u. a. Sp.; bei S. Emp. adv. astrol. 31 = Würdenträger. Vgl. ῥαβδοῦχος u. ῥαβδηφόρος.

Greek (Liddell-Scott)

ῥαβδοφόρος: -ον, ὁ φέρων ῥαβδίον ἢ βακτηρίαν, ἴδε ῥαβδηφόρος. 2) = ῥαβδοῦχος 2, ἐν Ἀθήναις, εἶδος ἀστυνομικοῦ ὑπαλλήλου, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 734· ἐν Ρώμῃ = lictor, Πολύβ. 10. 32, 2. 3) ὡς ὅρος ἀστρολογικὸς λέγεται ἐπὶ τῶν πλανητῶν, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 262, πρβλ. Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 5. 31.

Greek Monolingual

-α, -ο / ῥαβδοφόρος, -ον, ΝΜΑ, και ποιητ. τ. ῥαβδηφόρος, -ον, Α
1. αυτός που φέρει ράβδο
2. (στην αρχ. Αθήνα, στη Ρώμη και την Αίγυπτο) (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οι ραβδοφόροι
οι ραβδούχοι («ἦσαν ἐπὶ τῆς θυμέλης ῥαβδοφόροι τινές πρὸς εὐταξίαν τῶν θεατῶν», Σχόλ. Αριστοφ.)
αρχ.
1. (κυρίως στον τ. ῥαβδηφόρος) αυτός που κρατά τον θύρσο, δηλαδή ραβδί περιτυλιγμένο με φύλλα κισσού ή αμπελιού που είχε στην κορυφή του κουκουνάρι από πεύκο και το οποίο ως διονυσιακό έμβλημα κρατούσαν στις πανηγυρικές πομπές οι λάτρεις του Βάκχου
2. αστρολ. χαρακτηρισμός τών πλανητών («τὰ μέν... ζῴδια θεοὺς βαλαίους προσηγόρευσαν, τοὺς δὲ πλανήτας ῥαβδοφόρους», Σχόλ. Απολλ. Ρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάβδοςβλ. λ. + -φόρος].

Greek Monotonic

ῥαβδοφόρος: -ον (φέρω), = ῥαβδοῦχος, σε Πολύβ.