ῥυσίς: Difference between revisions

From LSJ

Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab

Menander, Monostichoi, 452
(36)
(36)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-[[ίδος]], ἡ, Α<br />[[είδος]] ποτηριού, [[ῥυτόν]](||).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για δ. γρφ. [[αντί]] του ορθού [[χρυσίς]] «[[χρυσή]] [[κούπα]]»].
|mltxt=-[[ίδος]], ἡ, Α<br />[[είδος]] ποτηριού, [[ῥυτόν]](||).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για δ. γρφ. [[αντί]] του ορθού [[χρυσίς]] «[[χρυσή]] [[κούπα]]»].
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />([[ῥύσις]]), -εως, και ιων. τ. γεν.-ιος, και δωρ.τ. [[ῥύτις]], ἡ, Α<br /><b>βλ.</b> <i>ῥύση</i>.———————— <b>(II)</b><br />([[ῥῦσις]]), -ύσεως, ἡ, Α<br />[[σωτηρία]], [[απελευθέρωση]], [[απαλλαγή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ῥῡ</i>- του [[ἐρύω]] (ΙΙ) «[[προστατεύω]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>σις</i> (<b>πρβλ.</b> <i>θύ</i>-<i>σις</i>, <i>λύ</i>-<i>σις</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:27, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥῠσίς Medium diacritics: ῥυσίς Low diacritics: ρυσίς Capitals: ΡΥΣΙΣ
Transliteration A: rhysís Transliteration B: rhysis Transliteration C: rysis Beta Code: r(usi/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ,

   A = ῥῠτόν, v.l. for χρυσίς in Cratin.124.

German (Pape)

[Seite 853] ἡ, = ῥυτόν, φιάλη χρυσῆ, erkl. Ath. XI, 496 e mit einem Beispiel aus Cratin., ῥυσίδι σπένδων, wofür Piers. zu Moeris p. 462 unnöthig χρυσίς schreiben will.

Greek (Liddell-Scott)

ῥῠσίς: -ίδος, ἡ, = ῥῠτόν, εἶδος ποτηρίου, Κρατῖν. ἐν «Νόμοις» 7· ἀλλ’ ὁ Piers. (Μοῖρ. 412) ἀνέγνω χρυσίδι, ἴδε Meineke ἐν τόπῳ.

Greek Monolingual

-ίδος, ἡ, Α
είδος ποτηριού, ῥυτόν(

Greek Monolingual

(I)
(ῥύσις), -εως, και ιων. τ. γεν.-ιος, και δωρ.τ. ῥύτις, ἡ, Α
βλ. ῥύση.———————— (II)
(ῥῦσις), -ύσεως, ἡ, Α
σωτηρία, απελευθέρωση, απαλλαγή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ῥῡ- του ἐρύω (ΙΙ) «προστατεύω» + κατάλ. -σις (πρβλ. θύ-σις, λύ-σις)].