σάκτας: Difference between revisions
(36) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὁ, Α<br /><b>1.</b> [[σάκος]], [[θύλακος]]<br /><b>2.</b> το γυναικείο [[αιδοίο]], [[σάκανδρος]]<br /><b>3.</b> [[γιατρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σάττω]] «[[γεμίζω]], [[συγκεντρώνω]], [[τακτοποιώ]]» (για το θ. <i>σακ</i>- <b>βλ. λ.</b> [[σάττω]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. –<i>τᾱς</i>. Η λ. ανάγεται στο ρ. [[σάττω]] λόγω του ότι στον σάκο συγκεντρώνονται, στοιβάζονται τα πράγματα, έχει συνδεθεί, όμως, παρετυμολογικώς με την λ. [[σάκκος]]. Ο τ. έχει χρησιμοποιηθεί πιθ. και για το γυναικείο [[αιδοίο]], [[καθώς]] και ως [[κωμικός]] όρος στην Βοιωτική για τον γιατρό, πιθ. με σημ. «αυτός που τακτοποιεί»]. | |mltxt=ὁ, Α<br /><b>1.</b> [[σάκος]], [[θύλακος]]<br /><b>2.</b> το γυναικείο [[αιδοίο]], [[σάκανδρος]]<br /><b>3.</b> [[γιατρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σάττω]] «[[γεμίζω]], [[συγκεντρώνω]], [[τακτοποιώ]]» (για το θ. <i>σακ</i>- <b>βλ. λ.</b> [[σάττω]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. –<i>τᾱς</i>. Η λ. ανάγεται στο ρ. [[σάττω]] λόγω του ότι στον σάκο συγκεντρώνονται, στοιβάζονται τα πράγματα, έχει συνδεθεί, όμως, παρετυμολογικώς με την λ. [[σάκκος]]. Ο τ. έχει χρησιμοποιηθεί πιθ. και για το γυναικείο [[αιδοίο]], [[καθώς]] και ως [[κωμικός]] όρος στην Βοιωτική για τον γιατρό, πιθ. με σημ. «αυτός που τακτοποιεί»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σάκτας:''' -ου, ὁ ([[σάττω]]), [[σάκος]], σακί, [[ταγάρι]], σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:20, 30 December 2018
English (LSJ)
(A), ου, ὁ, (σάττω)
A sack, Ar.Pl.681, Poll.3.155, 10.64, Ael.Dion.Fr.206. II v. σάκανδρος.
σάκ-τας (B), ὁ, Boeot. for ἰατρός, Stratt.47.5.
German (Pape)
[Seite 858] ὁ, bei den Böotern der Arzt, wahrscheinlich von σάττω, üdertr., wie ῥάπτης u. ἀκεσιής, Strattis bei Ath. XIV, 622 a. ὁ, der Sack, Ar. Plut. 681.
Greek (Liddell-Scott)
σάκτας: -ου, ὁ, (σάττω) σάκκος, ἔπειτα ταῦτ’ ἤγγιζεν εἰς σάκταν τινὰ Ἀριστοφ. Πλ. 681, Πολυδ. Γ΄, 155, Ι΄, 64. ΙΙ. πρβλ. σάκανδρος. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «σάκτας· ὁ θύλακος». ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 434.
French (Bailly abrégé)
1ου (ὁ) :
sac.
Étymologie: σάττω.
2α (ὁ) :
médecin.
Étymologie: mot béotien.
Greek Monolingual
ὁ, Α
1. σάκος, θύλακος
2. το γυναικείο αιδοίο, σάκανδρος
3. γιατρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάττω «γεμίζω, συγκεντρώνω, τακτοποιώ» (για το θ. σακ- βλ. λ. σάττω) + κατάλ. –τᾱς. Η λ. ανάγεται στο ρ. σάττω λόγω του ότι στον σάκο συγκεντρώνονται, στοιβάζονται τα πράγματα, έχει συνδεθεί, όμως, παρετυμολογικώς με την λ. σάκκος. Ο τ. έχει χρησιμοποιηθεί πιθ. και για το γυναικείο αιδοίο, καθώς και ως κωμικός όρος στην Βοιωτική για τον γιατρό, πιθ. με σημ. «αυτός που τακτοποιεί»].