σαρκείλημα: Difference between revisions

From LSJ

τὰ δὲ πεπερασμένα πεπερασμενάκις ἀνάγκη πεπεράνθαι πάντα → and the product of a finite number of things taken in a finite number of ways must always be finite

Source
(36)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και σαρκόλεμμα, το, Ν<br /><b>ανατ.</b> διαφανές υμενώδες σωληνώδες [[έλυτρο]] που περιβάλλει εξωτερικά καθεμιά γραμμωτή μυϊκή ίνα, αλλ. μυόλειμμα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[σαρκείλημα]] <span style="color: red;"><</span> [[σάρξ]], -<i>κός</i> <span style="color: red;">+</span> [[είλημα]] «[[κάλυμμα]], [[σκέπασμα]]» (<span style="color: red;"><</span> [[είλω]] / <i>ειλώ</i> «[[στρίβω]], [[τυλίγω]]», <b>πρβλ.</b> <i>μυ</i>-[[είλημα]]) και μαρτυρείται από το 1879 στον Γ. Καραμήτσα. Ο τ. <i>σαρκόλεμμα</i> [[είναι]] [[αντιδάνειος]], <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>sarcolemma</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σάρξ]], <i>σαρκός</i> <span style="color: red;">+</span> [[λέμμα]] «[[φλοιός]]»)].
|mltxt=και σαρκόλεμμα, το, Ν<br /><b>ανατ.</b> διαφανές υμενώδες σωληνώδες [[έλυτρο]] που περιβάλλει εξωτερικά καθεμιά γραμμωτή μυϊκή ίνα, αλλ. μυόλειμμα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[σαρκείλημα]] <span style="color: red;"><</span> [[σάρξ]], -<i>κός</i> <span style="color: red;">+</span> [[είλημα]] «[[κάλυμμα]], [[σκέπασμα]]» (<span style="color: red;"><</span> [[είλω]] / <i>ειλώ</i> «[[στρίβω]], [[τυλίγω]]», [[πρβλ]]. [[μυείλημα]]) και μαρτυρείται από το 1879 στον Γ. Καραμήτσα. Ο τ. <i>σαρκόλεμμα</i> [[είναι]] [[αντιδάνειος]], <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>sarcolemma</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σάρξ]], <i>σαρκός</i> <span style="color: red;">+</span> [[λέμμα]] «[[φλοιός]]»)].
}}
}}

Latest revision as of 15:08, 8 May 2023

Greek Monolingual

και σαρκόλεμμα, το, Ν
ανατ. διαφανές υμενώδες σωληνώδες έλυτρο που περιβάλλει εξωτερικά καθεμιά γραμμωτή μυϊκή ίνα, αλλ. μυόλειμμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. σαρκείλημα < σάρξ, -κός + είλημα «κάλυμμα, σκέπασμα» (< είλω / ειλώ «στρίβω, τυλίγω», πρβλ. μυείλημα) και μαρτυρείται από το 1879 στον Γ. Καραμήτσα. Ο τ. σαρκόλεμμα είναι αντιδάνειος, πρβλ. αγγλ. sarcolemma (< σάρξ, σαρκός + λέμμα «φλοιός»)].