σιδηρεύς: Difference between revisions
From LSJ
τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant
(37) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-έως, ὁ, Α<br />αυτός που κατεργάζεται τον σίδηρο, [[σιδηρουργός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σίδηρος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εύς</i> (<b>πρβλ.</b> <i>χαλκ</i>-<i>εύς</i>)]. | |mltxt=-έως, ὁ, Α<br />αυτός που κατεργάζεται τον σίδηρο, [[σιδηρουργός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σίδηρος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εύς</i> (<b>πρβλ.</b> <i>χαλκ</i>-<i>εύς</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σῐδηρεύς:''' -έως, ὁ, αυτός που κατεργάζεται τον σίδηρο, [[σιδηρουργός]], [[σιδεράς]], σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:40, 31 December 2018
English (LSJ)
έως, ὁ,
A worker in iron, smith, X.Ages.1.26, Vect.4.6, Aret.SD1.11, Them.Or.20.236 d.
German (Pape)
[Seite 879] ὁ, Eisenarbeiter, Schmied; Xen. Ages. 1, 26 Vect. 4, 6; Poll. 1, 84.
Greek (Liddell-Scott)
σῐδηρεύς: έως, ὁ, ὁ ἐργαζόμενος τὸν σίδηρον, σιδηρουργός, Ξεν. Ἀγησ. 1, 26, Πόροι 4, 6.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
forgeron.
Étymologie: σίδηρος.
Greek Monolingual
-έως, ὁ, Α
αυτός που κατεργάζεται τον σίδηρο, σιδηρουργός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σίδηρος + κατάλ. -εύς (πρβλ. χαλκ-εύς)].
Greek Monotonic
σῐδηρεύς: -έως, ὁ, αυτός που κατεργάζεται τον σίδηρο, σιδηρουργός, σιδεράς, σε Ξεν.