σικύωνος: Difference between revisions
From LSJ
Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς, ὧν ἀριθμὸν ἐν νεκροῖς πλεῖστον δέδεκται Φερσέφασσ' ὀλωλότων. → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own, those many who have perished, and whom Persephone hath received among the dead. | Tomb, bridal-chamber, deep-dug eternal prison where I go to find my own, whom in the greatest numbers destruction has seized and Persephone has welcomed among the dead.
(37) |
(4) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὁ, Α<br />[[ονομασία]] λίθου που προερχόταν από [[περιοχή]] της Αρμενίας [[κοντά]] στον ποταμό Αράξη και τον οποίο χρησιμοποιούσαν σε δεισιδαιμονικές τελετές. | |mltxt=ὁ, Α<br />[[ονομασία]] λίθου που προερχόταν από [[περιοχή]] της Αρμενίας [[κοντά]] στον ποταμό Αράξη και τον οποίο χρησιμοποιούσαν σε δεισιδαιμονικές τελετές. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σικύωνος:''' ὁ Сикион (название камня) Plut. | |||
}} | }} |