σιτοποιός: Difference between revisions

From LSJ

τὸ δ' ἐξαίφνης τὸ ἐν ἀναισθήτῳ χρόνῳ διὰ μικρότητα ἐκστάν → suddenly refers to what has departed from its former condition in a time imperceptible because of its smallness

Source
(37)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-όν, Α<br /><b>1.</b> αυτός που φτειάχνει [[αλεύρι]], [[ψωμί]] ή άλλες τροφές<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[σιτοποιός]]<br />ο [[μυλωνάς]]<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[σιτοποιός]]<br />η [[γυναίκα]] που ζυμώνει και ψήνει το [[ψωμί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σῖτος]] <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]]].
|mltxt=-όν, Α<br /><b>1.</b> αυτός που φτειάχνει [[αλεύρι]], [[ψωμί]] ή άλλες τροφές<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[σιτοποιός]]<br />ο [[μυλωνάς]]<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[σιτοποιός]]<br />η [[γυναίκα]] που ζυμώνει και ψήνει το [[ψωμί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σῖτος]] <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σῑτοποιός:''' ὁ, ἡ,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που παρασκευάζει [[ψωμί]], [[αρτοποιός]]· σιτοποιὸς [[ἀνάγκη]], το [[έργο]] της αλέσεως του σιταριού και του ψησίματος του ψωμιού, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., μυλωνάς, αυτός που αλέθει το [[σιτάρι]] στον μύλο, σε Θουκ.· στο θηλ. κατά κανόνα, αυτή που ζυμώνει και ψήνει το [[ψωμί]], σε Ηρόδ.· <i>γυναῖκες σιτοποιοί</i>, στον ίδ., Θουκ.
}}
}}

Revision as of 01:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῑτοποιός Medium diacritics: σιτοποιός Low diacritics: σιτοποιός Capitals: ΣΙΤΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: sitopoiós Transliteration B: sitopoios Transliteration C: sitopoios Beta Code: sitopoio/s

English (LSJ)

ον, ἀνάγκη σ. the task

   A of grinding and baking, E.Hec.362.    II Subst., one that ground the corn in the hand-mill, miller. σ. ἐκ τῶν μυλώνων Th.6.22; Λαμέδοντι σιτοποιῷ PCair.Zen.4.41 (iii B.C.); ἐπίστειλον . . πόθεν δεῖ λαβόντα σῖτον καὶ πόσον δοῦναι Ἀμμωνίῳ τῷ σ. ὅπως ἑτοιμασθῇ σεμίδαλις PMich.Zen.28.32 (iii B.C.); ἔργον σιτοποιοῦ bake-meats, LXX Ge. 40.17; mostly fem., baking-woman, Hdt.3.150, Thphr.Char.4.7; γυναῖκες σ. Hdt.7.187, Th.2.78; opp. ὀψοποιός (a cook), Pl.Grg. 517e, X.Cyr.8.5.3; opp. μάγειρος, Plu.Alex.23 (pl.), cf. Ostr.Bodl. i 304 (pl., ii B.C.).

German (Pape)

[Seite 886] Getreide zubereitend, mahlend, Her. 3, 150. 7, 187, der steh nur des wm. ἡ σιτοποιός bedient; auch Mehl, Brot oder sonst Nadrungsmittel, Speisen zubereitend, προθεὶς ἀνάγκην σιτοποιόν, Eur. Hec. 362; γυναῖκες, Thuc. 2, 78; ὁ σ., 6, 44; Ggstz von όψοποιός, Xen. Cyr. 8, 5, 3. 8, 20, wie Plat. Gorg. 517 d.

Greek (Liddell-Scott)

σῑτοποιός: ὁ, ἡ· ― σ. ἀνάγκη, τὸ ἔργον τοῦ ἀλέθειν καὶ ψήνειν, Εὐρ. Ἑκ. 362. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ὁ ἀλέθων τὸν σῖτον εἰς τὸν χειρόμυλον, οἱ σ. ἐκ τῶν μυλώνων Θουκ. 6. 22· ἀλλ’ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον θηλ., γυνὴ παρασκευάζουσα ἄρτον, ψήνουσα αὐτόν, Ἡρόδ. 3. 150· γυναῖκες σ. ὁ αὐτ. 7. 187, Θουκ. 2. 78· ἀντίθετον τῷ ὀψοποιός (ὁ παρασκευάζων τὰ φαγητά), Πλάτ. Γοργ. 517D, Ξεν. Κύρ. 8. 5, 3· τῷ μάγειρος, Πλουτ. Ἀλέξ. 23. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ἀρτοκόπος». ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 151.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
1 qui fait du pain ; ὁ σιτοποιός boulanger;
2 qui concerne la fabrication du pain : σιτοποιὸς ἀνάγκη EUR l’obligation de faire le pain.
Étymologie: σῖτος, ποιέω.

Greek Monolingual

-όν, Α
1. αυτός που φτειάχνει αλεύρι, ψωμί ή άλλες τροφές
2. το αρσ. ως ουσ. σιτοποιός
ο μυλωνάς
3. το θηλ. ως ουσ. σιτοποιός
η γυναίκα που ζυμώνει και ψήνει το ψωμί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + -ποιός].

Greek Monotonic

σῑτοποιός: ὁ, ἡ,
I. αυτός που παρασκευάζει ψωμί, αρτοποιός· σιτοποιὸς ἀνάγκη, το έργο της αλέσεως του σιταριού και του ψησίματος του ψωμιού, σε Ευρ.
II. ως ουσ., μυλωνάς, αυτός που αλέθει το σιτάρι στον μύλο, σε Θουκ.· στο θηλ. κατά κανόνα, αυτή που ζυμώνει και ψήνει το ψωμί, σε Ηρόδ.· γυναῖκες σιτοποιοί, στον ίδ., Θουκ.